Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

ΡΟΖΑ ΡΟΔΑΝΘΗ: ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΥ

 ΡΟΖΑ ΡΟΔΑΝΘΗ

Διθαλάσσου
[ιστοσελίδα koukidaki.gr, 20/9/2021]

Ομολογώ πως ξαφνιάστηκα ευχάριστα, όταν έφτασε στα χέρια μου η ποιητική συλλογή Διθαλάσσου του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, πρωτίστως γιατί τον ήξερα περισσότερο ως συγγραφέα διηγημάτων και λιγότερο ως ποιητή. Το αρχικό μου ξάφνιασμα εντούτοις, υποδέχθηκε η έκπληξη για την ποιότητα της βιβλιοδεσίας και η καλαίσθητη επιμέλεια του βιβλίου από τον ίδιο τον ποιητή, με τα υπέροχα κοσμήματα-γκραβούρες να στολίζουν τις σελίδες του, το πολυτονικό (!), τις σημειώσεις με όλες τις πληροφορίες για κάθε ποίημα και η φροντισμένη συνολικά εικόνα του. Και όλα διανθισμένα με νοσταλγικό άρωμα για την χαροκαμένη Κύπρο και ενίοτε με λίγες κυπριακές φράσεις, όπου κρίθηκε σκόπιμο. Θυμήθηκα ξανά τις παλιές καλές εποχές του βιβλίου, τότε που προσπαθούσα ανυπόμονα να χωρίσω τις ενωμένες σελίδες, τότε που τίποτα δεν αφηνόταν στην τύχη, από την εκτύπωση του χαρτιού, τη σελιδοποίηση, ως την καλλιτεχνική επιμέλεια.

Με αυτήν την ευχάριστη διάθεση, ξεκινώ να διαβάσω το πρώτο ποίημα (από τα δεκαοκτώ της συλλογής) και ομολογουμένως συγκλονίζομαι από τον λυρισμό της έκφρασης, τη γλαφυρότητα των συναισθημάτων και το απλό, μεστό νόημα. «Ποια αγάπη, με το λυτρωτικό φως και τα χρώματά της, συνεπήρε έτσι τον ποιητή;», αναρωτήθηκα...

Σας το παραθέτω:

ρθες
νάμεσα π τ φυλλώματα
Τς λις
Κι γνώρισα
Τ σημ
Τν πλότητα
Κα τν γάπη.

νάμεσα π τ φυλλώματα
Το κυπαρισσιο
Κι γνώρισα
Τ πράσινο
Τν πάλη
Τν παλληκαριά.

Τς ροδις
Κι γνώρισα
Τ κόκκινο
Τν τρέλα
Κα τν ρωτά σου.

Κι  κόσμος λος φς.

Η φύση με την οργιαστική ομορφιά, παίζει πρωταρχικό ρόλο στο ξέσπασμα κρεσέντο του υμνωδού της, πότε με τα κελαηδήματα των πουλιών και πότε με την ανυπέρβλητη μαγεία της... Μα αλίμονο, παρόλο που και ο ίδιος παρασύρεται απ' τα τερτίπια της, η ματιά του παραμένει θλιμμένη ...

Μὰ ἡ φωνή μου ἀκούγεται πικρή, λυπητερὴ
Γιατὶ ἡ μεγάλη συμφορὰ καὶ τ᾿ ἄδικο μὲ πνίγει


(Πρωινή συμφωνία)

…εξομολογείται.

Και πώς να 'ναι διαφορετικά όταν κοιτά τριγύρω τη σκλαβωμένη γη, τη δική του και των προγόνων του... οι θάμνοι που χορεύουν στον Κάρβα και τους άλλους ανέμους, μεθούν με τις ευωδιές τους (στο ποίημα Αόρατος), η ἀφτοτζηνάρα, (η χαρακτηριστική φραγκολίνα της Κύπρου που κοσμεί περίτεχνα μια σελίδα της συλλογής), ερωτοτροπεί με τους γλάρους και ο νους τρέχει αλόγιστα στην Καρπασία των παιδικών του χρόνων συντετριμμένος...

Κάθε πρωὶ
Ἀκονίζω τὴ μνήμη μου
Κι ἕνα μαχαίρι
Ἀνάμεσα σὲ θάλασσες ποὺ ματώνουν
Σὲ δυὸ κομμάτια μὲ χωρίζει.

Τὰ παιδικά μου χρόνια μὲ συνθλίβουν…

(Καρπασία)

Παντού διάχυτη μελαγχολία και νοσταλγία για τόπους που δε θα μπορέσει ποτέ πια να επισκεφθεί... μόνο να φανταστεί σαν κλείνει με απόγνωση τα μάτια... Η Αμμόχωστος είναι εκεί, παραδομένη στις αναμνήσεις που ματώνουν, πάντα εκεί ήταν... στην ξακουστή γιορτή του πορτοκαλιού, στον μικρό Δημοτικό Κήπο με τη λιμνούλα, τον παπαγάλο και το μεταλλικό δελφίνι... όπως μαθαίνω από τις άκρως ενδιαφέρουσες σημειώσεις.

Καὶ τὸ δελφίνι θὰ τιναχτεῖ ψηλὰ
Μέσ᾿ ἀπὸ τὰ γαλανὰ νερὰ τῆς λίμνης
Θ᾿ ἀναστατώσει τὸν παπαγάλο τοῦ κήπου
Θὰ ξεσηκώσει τὰ σπουργίτια στοὺς εὐκαλύπτους
Θὰ ξαφνιάσει τοῦ γυμνασίου τοὺς μικροὺς μαθητὲς
Θὰ τὴ σηκώσει ἐπάνω στ᾿ ἀνοικτὰ φτερὰ τῆς μνήμης
Καὶ θὰ πετάξει γιὰ νὰ τὴ φέρει στοῦ νοῦ τὴν πύλη


(Αναγέννηση)

Οι αναμνήσεις γίνονται δυνάστης σαν η ματιά δεν μπορεί να ελευθερωθεί... ακόμη και ο άνεμος φυσά με λύσσα πάνω από τα χαρακώματα...

Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε, ἔπιασε μπόρα
Καὶ σὰν τὰ δάκρυα ἄνθη καὶ στάλες
Πάνω στὸ σῶμα τῆς ἀμυγδαλιᾶς κυλοῦσαν
Καὶ φτάναν στὰ ριζὰ γιὰ νὰ γεμίσουν
Σκαμμένο καὶ μὲ νούμερο ἀναγνώρισης
Χαράκωμα πολέμου.

 
(Χαράκωμα)

Η ιστορία δε μένει αμέτοχη σ' αυτήν την πλημμύρα χαρμολύπης, μπερδεύεται γλυκά με πανάρχαιες τελετές-θυσίες αλόγων που σφαδάζουν έντρομα μπρος στον χαμό τους, παρομοιάζοντας τα με τη μοίρα του Κυπριακού λαού...

Η ιστορία δε μένει αμέτοχη σ' αυτήν την πλημμύρα χαρμολύπης, μπερδεύεται γλυκά με πανάρχαιες τελετές-θυσίες αλόγων που σφαδάζουν έντρομα μπρος στον χαμό τους, παρομοιάζοντας τα με τη μοίρα του Κυπριακού λαού...

Κι ὀργισμένα, μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ
Στὸ σκοτάδι πνιγμένα, γονατισμένα
Οὔτ᾿ ἕνα βῆμα νὰ κάνουν δὲν θὰ μπορέσουν
Καὶ τὸ χῶμα θὰ τὰ σκεπάσει.

Ποτὲ κανεὶς δὲν ξέφυγε ἀπ᾿ τὴ μοῖρα του

(Τα άλογα)

Όπου και να κοιτάξει, η ιστορία καραδοκεί, οι θύμησες τον πνίγουν... Να, σε κείνο το μέρος, αιωρείται ανάποδα στα συντρίμμια του ξενοδοχείου ο σκοτωμένος νέος και με την πιο σπαρακτική φράση περιγράφει:

Ἡ πατρίδα ἀνάποδα γυρισμένη
Χώρεσε στὴν παλάμη του.


(Σαλαμίνια)

Ακόμα περιδιαβαίνει ο νους στα καπνοχώραφα με τον πατέρα του, πέφτει με φόρα από τον τεράστιο βράχο να παραβγεί στο κολύμπι, χάνεται ταξιδεύοντας στις φωτογραφίες της δωδεκάχρονης Ωραίας Ελένης με την παραδοσιακή φορεσιά, η σκέψη του κουρνιάζει σε όλα όσα έχασε, μα το ξέρει πως είναι παντοτινά δικά του... Και θα περιμένει σαν τις παλιές σφραγίδες στα οικόσημα των βασιλέων, καρτερικά για τη μέρα...

Ἐμεῖς περιμένουμε
Περιμένουμε τὴ στιγμὴ
Ποὺ τὰ πουλιὰ θ᾿ ἀνοίξουν πάλι τὰ φτερά τους
Καὶ θὰ ἑνώσουν τὶς μικρὲς κραυγές τους

Ὅπως τότε...


(Παλιές Σφραγίδες)

Μέχρι τότε η μνήμη θα τριγυρνά σε μέρη αγαπημένα. 
 
<.............................................................................> 
 
Η Ρόζα Ροδάνθη είναι ποιήτρια
 
 
 

Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ




ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΥ
ποιήματα, Εκδόσεις Κάρβας 2012

Πριν ασχοληθώ με τα ίδια τα ποιήματα, ως εισαγωγή διάβασα τις Σημειώσεις του βιβλίου.

Πρόκειται για ποιητή με πολλή αγάπη στο έργο του και προπάντων σοβαρότητα, μελετημένο, με τη λεπτομέρεια να υποδεικνύει τη σημαντικότητά της και την έρευνα με τη γνώση να θεμελιώνει τον ποιητικό λόγο. Ήδη ο αναγνώστης έχει κερδηθεί λόγω του σεβασμού του ποιητή προς αυτόν.

Ξεκάθαρος, απλός, λιτός, περιεκτικός λόγος, τεχνικά διαρθρωμένος, όντως φωτεινός. Και πίσω από τις τραγουδημένες μυστικές ομορφιές του τόπου, λυγμός από την καταστροφή.
Η δημοτική παράδοση και μούσα δεν διανθίζει αλλά αποτελεί την ίδια την ουσία του πολιτισμού μας, τις συλλήψεις του ανθρώπου σαν αντικρίζει ή παρακολουθεί εικόνες της φυσικής ζωής.

Ο ποιητής δεν είναι μόνο ευαίσθητος δέκτης της φυσικής ομορφιάς αλλά και την αποτυπώνει μπολιασμένη με την πνευματική του σκευή. Φράσεις σπάνιες και ποιητικές καρφώνονται ως επιμύθιο σε μικρά αλλά πολύφωνα κι αρμονικά ποιήματα σφραγίζοντας την όλη ποιητική σύνθεση.

Αφορμές από ανύποπτους χρόνους, ξεχασμένες, τυπωμένες σε περιοδικά εικόνες γαζώνουν το χρόνο με εντυπωσιακές μορφές. Ο ποιητής διαλέγεται με προσφορές άλλων στον τόπο και στη ζωή του, αποκαλύπτοντας ομορφιές. Ο ποιητής φανερώνει τις κρυφές όψεις των πραγμάτων.

Σ’ όποια στιγμή κι αν κρατηθεί στην ομορφιά και στη γαλήνη του παρελθόντος, το σκουλήκι των βαρβάρων δεν τον αφήνει να υπνώσει. Το 1974 στάθηκε η μεγάλη πληγή που αιμορροεί.

Μια τετράδα ποιημάτων για μια μικρή ομορφιά του παρελθόντος μεταθέτει σ΄ όλες τις βαθμίδες του χρόνου κι ανέρχεται τέλος στο άχρονο, στη Ουρανία Ελένη, την αιώνια ομορφιά, την ιδέα.

Η Καρπασία κι η Αμμόχωστος βρήκαν τον τεχνίτη ποιητή τους. Η όλη ατμόσφαιρα, οι εργασίες, ο ανθρώπινος μόχθος. Δεν είναι μόνο το συνταίριασμα. Είναι η δημιουργία και μεταφορά στον αναγνώστη μέσα από τον ποιητικό λόγο όλων των ιδιαιτεροτήτων της Καρπασίας που μένουν αιώνιες σ’ όποιον τις έζησε ή τις δημιουργεί, σ’ όποιον δεν τις γεύτηκε.

Μέσα από τους μύθους και τις παραδόσεις για εικόνες σεβάσμιες ο ποιητής- διαμορφώνοντας το ύφος του- εμβαθύνει στα κρύφια των παραδόσεων με την αγωνία του παρόντος της σκλαβωμένης πατρώας γης.

Η ποίηση με τα φτερά της αναβιώνει το παρελθόν, τις στιγμές που αιωνίζονται, τα τοπία που ανέρχονται στον άλλο πάνω κόσμο. Μεγάλη η ανυψωτική χάρη του ποιητή.

Οι λέξεις δεν φωτογραφίζουν γιατί φέρουν μαζί τους αισθήσεις κι αισθήματα και συναισθήματα, ιστορική γνώση και αυτογνωσία. 

Πέρα από την επιστήμη ο ποιητής συλλαμβάνει το άφραστο κι ανήκουστο. 

Και την ελπίδα στο σκοτάδι. 

-----------------------------------------
Ο Στέλιος Παπαντωνίου είναι φιλόλογος


Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΥ


[Η Κύπρος, πίσω από την πρώτη σελίδα,
 Κυριακή 13 Μαρτίου 2016, σ. 2, 
επιλογή: Μαρία Πυλιώτου]


Φς
ρθες
νάμεσα π τ φυλλώματα
Τς λις
Κι γνώρισα
Τ σημ
Τν πλότητα
Κα τν γάπη.

νάμεσα π τ φυλλώματα
Το κυπαρισσιο
Κι γνώρισα
Τ πράσινο
Τν πάλη
Τν παλληκαριά.

Τς ροδις
Κι γνώρισα
Τ κόκκινο
Τν τρέλα
Κα τν ρωτά σου.

Κι  κόσμος λος φς.


Τ Πουλιά

Στν βράχο το γιαλο κάθεται  γλάρος
Κι διάφορα τ πέλαγο κοιτ
Μ μάτια μισοκοιμισμένα κα ξυπν
Κάθε φορ πο ρχίζει τ τραγοδι της
Μι φραγκολίνα πο μετρ ψωμι
Κι λο εκοσι τέσσερα τ βρίσκει.

Κα καθς το ρέσουν τ πλουμίδια της
Κα τ᾿ λλα τ σημάδια πο χει στ φτερ
Πιάνει κι ατς σκοπ κα σιγοτραγουδ

φτοτζηνάρα το γιαλο
Τζα σμέρνα το πελάου
Δν σο τ λάλουν, μάνα μου
᾿Πο λλόου μου φυλάου!


Καρπασία

Κάθε πρω
κονίζω τ μνήμη μου
Κι να μαχαίρι
νάμεσα σ θάλασσες πο ματώνουν
Σ δυ κομμάτια μ χωρίζει.

Τ παιδικά μου χρόνια μ συνθλίβουν…

Προσπαθ ν ταιριάξω φωνήεντα
Στ ʺξʺ κα ʺζήταʺ
Καθς στν λιο διάπλατα
 μάνα ψιθυρίζοντας
Τ σπίτι νοίγει.

Στν πρωιν καταχνι
Τριάστρι, Ποαλέτρικα κα λλοι στερισμο
Δν μπορον ν σηκώσουν τ βάρος τν βλεφάρων μου.
Κυνηγώντας τ σκιά μας νάμεσα στ καπνόφυτα
Μ τν πίσσα στ χέρια κα στ ροχα μας
ποχωρίζουμε τσκ τσκ τ νοτισμένα φύλλα
Κι ν τ χρυσαφ ρουφάει τ πράσινο
 λιος νεβαίνει
Κα ο μακρις αλακις
Μικραίνουν στ μέτωπο το πατέρα
Μετρώντας τον μ κοντάρια.

Μ νας ρόδακας
λοένα γυρίζει μι μπροστ κα μι πίσω
πιστρέφοντας εκόνες το παλιο καιρο
Κα δείχνοντας τς λλες
Πο συνθέτουν ο μέρες πο θά ᾿ρθουν.

ς ρχίσει λοιπν  γνας
Κι ς μν εναι δι τν δόξαν
ς εναι γι τ καπνολούλουδα
Κα τς σκορπισμένες ψηφίδες
Τς διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.


Παλις σφραγίδες

Χειρολαβ π φίλντισι
σημένια λεπίδα σκαλισμένη
Τς παις σφραγίδες σου
Κορνες κα λιοντάρια
γκυρες κα πύργους -νδείξεις γι τν χρόνο
κα τν πολιτεία που γεννήθηκες-
Κα τ ρχικ το νόματος
Το φέντη κα κατακτητ σου
Καλλιγραμμένα διατηρες
λλ κυρίως τ μορφ το Βασιλέως χεις τυπωμένη
Σημάδι πς πληρώθηκε  φόρος σου
πως πληρώθηκε κα γι᾿ λλα παλαι σημικ
Κα ντικείμενα συλλογς.

Μ σιγουρι μιλον ο εδικο καθς σ ψηλαφον
Καθς σ ψηλαφον κα ξεδιπλώνουν
τ μακραίωνη στορία σου
Μ τ βοήθεια φακο
Πο κινεται σ προκαθορισμένο ψος
Μεγεθύνοντας λλες φορς τ μορφ το ρχοντα
Κα λλες πάλι φορς τν πόλη σου μικραίνοντας.

μως μι σήμαντη λεπτομέρεια τος διαφεύγει.
Γι χρόνια πολλ φυλς τ κλάμα τν παγονιν
Πο κατάπαυστα νεβοκατεβάζουν τ κεφάλι
Μέσα στς σελίδες τν βιβλίων πο ξακρίζεις
Μ δν μπορον ατο ν τ κούσουν.

μες περιμένουμε

Περιμένουμε τ στιγμ
Πο τ πουλι θ᾿ νοίξουν πάλι τ φτερά τους
Κα θ νώσουν τς μικρς κραυγές τους
πως τότε...