Ομολογώ πως ξαφνιάστηκα ευχάριστα, όταν έφτασε στα χέρια μου η ποιητική συλλογή Διθαλάσσου του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, πρωτίστως γιατί τον ήξερα περισσότερο ως συγγραφέα διηγημάτων και λιγότερο ως ποιητή. Το αρχικό μου ξάφνιασμα εντούτοις, υποδέχθηκε η έκπληξη για την ποιότητα της βιβλιοδεσίας και η καλαίσθητη επιμέλεια του βιβλίου από τον ίδιο τον ποιητή, με τα υπέροχα κοσμήματα-γκραβούρες να στολίζουν τις σελίδες του, το πολυτονικό (!), τις σημειώσεις με όλες τις πληροφορίες για κάθε ποίημα και η φροντισμένη συνολικά εικόνα του. Και όλα διανθισμένα με νοσταλγικό άρωμα για την χαροκαμένη Κύπρο και ενίοτε με λίγες κυπριακές φράσεις, όπου κρίθηκε σκόπιμο. Θυμήθηκα ξανά τις παλιές καλές εποχές του βιβλίου, τότε που προσπαθούσα ανυπόμονα να χωρίσω τις ενωμένες σελίδες, τότε που τίποτα δεν αφηνόταν στην τύχη, από την εκτύπωση του χαρτιού, τη σελιδοποίηση, ως την καλλιτεχνική επιμέλεια.
Με αυτήν την ευχάριστη διάθεση, ξεκινώ να διαβάσω το πρώτο ποίημα (από τα δεκαοκτώ της συλλογής) και ομολογουμένως συγκλονίζομαι από τον λυρισμό της έκφρασης, τη γλαφυρότητα των συναισθημάτων και το απλό, μεστό νόημα. «Ποια αγάπη, με το λυτρωτικό φως και τα χρώματά της, συνεπήρε έτσι τον ποιητή;», αναρωτήθηκα...
Σας το παραθέτω:
Ἦρθες
Ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ φυλλώματα
Τῆς ἐλιᾶς
Κι ἐγνώρισα
Τὸ ἀσημὶ
Τὴν ἁπλότητα
Καὶ τὴν ἀγάπη.
Ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ φυλλώματα
Τοῦ κυπαρισσιοῦ
Κι ἐγνώρισα
Τὸ πράσινο
Τὴν πάλη
Τὴν παλληκαριά.
Τῆς ροδιᾶς
Κι ἐγνώρισα
Τὸ κόκκινο
Τὴν τρέλα
Καὶ τὸν ἔρωτά σου.
Κι ὁ κόσμος ὅλος φῶς.
Η φύση με την οργιαστική ομορφιά, παίζει πρωταρχικό ρόλο στο ξέσπασμα κρεσέντο του υμνωδού της, πότε με τα κελαηδήματα των πουλιών και πότε με την ανυπέρβλητη μαγεία της... Μα αλίμονο, παρόλο που και ο ίδιος παρασύρεται απ' τα τερτίπια της, η ματιά του παραμένει θλιμμένη ...
Μὰ ἡ φωνή μου ἀκούγεται πικρή, λυπητερὴ
Γιατὶ ἡ μεγάλη συμφορὰ καὶ τ᾿ ἄδικο μὲ πνίγει
(Πρωινή συμφωνία)
…εξομολογείται.
Και πώς να 'ναι διαφορετικά όταν κοιτά τριγύρω τη σκλαβωμένη γη, τη δική του και των προγόνων του... οι θάμνοι που χορεύουν στον Κάρβα και τους άλλους ανέμους, μεθούν με τις ευωδιές τους (στο ποίημα Αόρατος), η ἀφτοτζηνάρα, (η χαρακτηριστική φραγκολίνα της Κύπρου που κοσμεί περίτεχνα μια σελίδα της συλλογής), ερωτοτροπεί με τους γλάρους και ο νους τρέχει αλόγιστα στην Καρπασία των παιδικών του χρόνων συντετριμμένος...
Κάθε πρωὶ
Ἀκονίζω τὴ μνήμη μου
Κι ἕνα μαχαίρι
Ἀνάμεσα σὲ θάλασσες ποὺ ματώνουν
Σὲ δυὸ κομμάτια μὲ χωρίζει.
Τὰ παιδικά μου χρόνια μὲ συνθλίβουν…
Κάθε πρωὶ
Ἀκονίζω τὴ μνήμη μου
Κι ἕνα μαχαίρι
Ἀνάμεσα σὲ θάλασσες ποὺ ματώνουν
Σὲ δυὸ κομμάτια μὲ χωρίζει.
Τὰ παιδικά μου χρόνια μὲ συνθλίβουν…
(Καρπασία)
Παντού διάχυτη μελαγχολία και νοσταλγία για τόπους που δε θα μπορέσει ποτέ πια να επισκεφθεί... μόνο να φανταστεί σαν κλείνει με απόγνωση τα μάτια... Η Αμμόχωστος είναι εκεί, παραδομένη στις αναμνήσεις που ματώνουν, πάντα εκεί ήταν... στην ξακουστή γιορτή του πορτοκαλιού, στον μικρό Δημοτικό Κήπο με τη λιμνούλα, τον παπαγάλο και το μεταλλικό δελφίνι... όπως μαθαίνω από τις άκρως ενδιαφέρουσες σημειώσεις.
Καὶ τὸ δελφίνι θὰ τιναχτεῖ ψηλὰ
Μέσ᾿ ἀπὸ τὰ γαλανὰ νερὰ τῆς λίμνης
Καὶ τὸ δελφίνι θὰ τιναχτεῖ ψηλὰ
Μέσ᾿ ἀπὸ τὰ γαλανὰ νερὰ τῆς λίμνης
Θὰ ξεσηκώσει τὰ σπουργίτια στοὺς εὐκαλύπτους
Θὰ ξαφνιάσει τοῦ γυμνασίου τοὺς μικροὺς μαθητὲς
Θὰ τὴ σηκώσει ἐπάνω στ᾿ ἀνοικτὰ φτερὰ τῆς μνήμης
Καὶ θὰ πετάξει γιὰ νὰ τὴ φέρει στοῦ νοῦ τὴν πύλη
(Αναγέννηση)
Οι αναμνήσεις γίνονται δυνάστης σαν η ματιά δεν μπορεί να ελευθερωθεί... ακόμη και ο άνεμος φυσά με λύσσα πάνω από τα χαρακώματα...
Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε, ἔπιασε μπόρα
Καὶ σὰν τὰ δάκρυα ἄνθη καὶ στάλες
Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε, ἔπιασε μπόρα
Καὶ σὰν τὰ δάκρυα ἄνθη καὶ στάλες
Καὶ φτάναν στὰ ριζὰ γιὰ νὰ γεμίσουν
Σκαμμένο καὶ μὲ νούμερο ἀναγνώρισης
Χαράκωμα πολέμου.
(Χαράκωμα)
Η ιστορία δε μένει αμέτοχη σ' αυτήν την πλημμύρα χαρμολύπης, μπερδεύεται γλυκά με πανάρχαιες τελετές-θυσίες αλόγων που σφαδάζουν έντρομα μπρος στον χαμό τους, παρομοιάζοντας τα με τη μοίρα του Κυπριακού λαού...
Η ιστορία δε μένει αμέτοχη σ' αυτήν την πλημμύρα χαρμολύπης, μπερδεύεται γλυκά με πανάρχαιες τελετές-θυσίες αλόγων που σφαδάζουν έντρομα μπρος στον χαμό τους, παρομοιάζοντας τα με τη μοίρα του Κυπριακού λαού...
Η ιστορία δε μένει αμέτοχη σ' αυτήν την πλημμύρα χαρμολύπης, μπερδεύεται γλυκά με πανάρχαιες τελετές-θυσίες αλόγων που σφαδάζουν έντρομα μπρος στον χαμό τους, παρομοιάζοντας τα με τη μοίρα του Κυπριακού λαού...
Κι ὀργισμένα, μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ
Στὸ σκοτάδι πνιγμένα, γονατισμένα
Οὔτ᾿ ἕνα βῆμα νὰ κάνουν δὲν θὰ μπορέσουν
Καὶ τὸ χῶμα θὰ τὰ σκεπάσει.
Ποτὲ κανεὶς δὲν ξέφυγε ἀπ᾿ τὴ μοῖρα του
(Τα άλογα)
Όπου και να κοιτάξει, η ιστορία καραδοκεί, οι θύμησες τον πνίγουν... Να, σε κείνο το μέρος, αιωρείται ανάποδα στα συντρίμμια του ξενοδοχείου ο σκοτωμένος νέος και με την πιο σπαρακτική φράση περιγράφει:
Ἡ πατρίδα ἀνάποδα γυρισμένη
Χώρεσε στὴν παλάμη του.
(Σαλαμίνια)
Ἡ πατρίδα ἀνάποδα γυρισμένη
Χώρεσε στὴν παλάμη του.
(Σαλαμίνια)
Ακόμα περιδιαβαίνει ο νους στα καπνοχώραφα με τον πατέρα του, πέφτει με φόρα από τον τεράστιο βράχο να παραβγεί στο κολύμπι, χάνεται ταξιδεύοντας στις φωτογραφίες της δωδεκάχρονης Ωραίας Ελένης με την παραδοσιακή φορεσιά, η σκέψη του κουρνιάζει σε όλα όσα έχασε, μα το ξέρει πως είναι παντοτινά δικά του... Και θα περιμένει σαν τις παλιές σφραγίδες στα οικόσημα των βασιλέων, καρτερικά για τη μέρα...
Περιμένουμε τὴ στιγμὴ
Ποὺ τὰ πουλιὰ θ᾿ ἀνοίξουν πάλι τὰ φτερά τους
Καὶ θὰ ἑνώσουν τὶς μικρὲς κραυγές τους
Ὅπως τότε...
(Παλιές Σφραγίδες)
Μέχρι τότε η μνήμη θα τριγυρνά σε μέρη αγαπημένα.
<.............................................................................>