[Η Κύπρος, πίσω από την πρώτη σελίδα,
Κυριακή 13 Μαρτίου 2016, σ. 2,
επιλογή: Μαρία Πυλιώτου]
Φῶς
Ἦρθες
Ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ φυλλώματα
Τῆς ἐλιᾶς
Κι ἐγνώρισα
Τὸ ἀσημὶ
Τὴν ἁπλότητα
Καὶ τὴν ἀγάπη.
Ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ φυλλώματα
Τοῦ κυπαρισσιοῦ
Κι ἐγνώρισα
Τὸ πράσινο
Τὴν πάλη
Τὴν παλληκαριά.
Τῆς ροδιᾶς
Κι ἐγνώρισα
Τὸ κόκκινο
Τὴν τρέλα
Καὶ τὸν ἔρωτά σου.
Κι ὁ κόσμος ὅλος φῶς.
Τὰ Πουλιά
Στὸν βράχο τοῦ γιαλοῦ κάθεται ὁ γλάρος
Κι ἀδιάφορα τὸ πέλαγο κοιτᾶ
Μὲ μάτια μισοκοιμισμένα καὶ ξυπνᾶ
Κάθε φορὰ ποὺ ἀρχίζει τὸ τραγοῦδι της
Μιὰ φραγκολίνα ποὺ μετρᾶ ψωμιὰ
Κι ὅλο εἴκοσι τέσσερα τὰ βρίσκει.
Καὶ καθὼς τοῦ ἀρέσουν τὰ πλουμίδια της
Καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σημάδια ποὺ ἔχει στὰ φτερὰ
Πιάνει κι αὐτὸς σκοπὸ καὶ σιγοτραγουδᾶ
Ἀφτοτζηνάρα τοῦ γιαλοῦ
Τζαὶ σμέρνα τοῦ πελάου
Δὲν σοῦ τὸ λάλουν, μάνα μου
᾿Ποὺ λλόου μου φυλάου!
Καρπασία
Κάθε πρωὶ
Ἀκονίζω τὴ μνήμη μου
Κι ἕνα μαχαίρι
Ἀνάμεσα σὲ θάλασσες ποὺ ματώνουν
Σὲ δυὸ κομμάτια μὲ χωρίζει.
Τὰ παιδικά μου χρόνια μὲ συνθλίβουν…
Προσπαθῶ νὰ ταιριάξω φωνήεντα
Στὰ ʺξὶʺ καὶ ʺζήταʺ
Καθὼς στὸν ἥλιο διάπλατα
Ἡ μάνα ψιθυρίζοντας
Τὸ σπίτι ἀνοίγει.
Στὴν πρωινὴ καταχνιὰ
Τριάστρι, Ποαλέτρικα καὶ ἄλλοι ἀστερισμοὶ
Δὲν μποροῦν νὰ σηκώσουν τὸ βάρος τῶν βλεφάρων μου.
Κυνηγώντας τὴ σκιά μας ἀνάμεσα στὰ καπνόφυτα
Μὲ τὴν πίσσα στὰ χέρια καὶ στὰ ροῦχα μας
Ἀποχωρίζουμε τσὰκ τσὰκ τὰ νοτισμένα φύλλα
Κι ἐνῶ τὸ χρυσαφὶ ρουφάει τὸ πράσινο
Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει
Καὶ οἱ μακριὲς αὐλακιὲς
Μικραίνουν στὸ μέτωπο τοῦ πατέρα
Μετρώντας τον μὲ κοντάρια.
Μὰ ἕνας ρόδακας
Ὁλοένα γυρίζει μιὰ μπροστὰ καὶ μιὰ πίσω
Ἐπιστρέφοντας εἰκόνες τοῦ παλιοῦ καιροῦ
Καὶ δείχνοντας τὶς ἄλλες
Ποὺ συνθέτουν οἱ μέρες ποὺ θά ᾿ρθουν.
Ἂς ἀρχίσει λοιπὸν ὁ ἀγῶνας
Κι ἂς μὴν εἶναι διὰ τὴν δόξαν
Ἂς εἶναι γιὰ τὰ καπνολούλουδα
Καὶ τὶς σκορπισμένες ψηφίδες
Τῆς διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.
Παλιὲς σφραγίδες
Χειρολαβὴ ἀπὸ φίλντισι
Ἀσημένια λεπίδα σκαλισμένη
Τὶς παιὲς σφραγίδες σου
Κορῶνες καὶ λιοντάρια
Ἄγκυρες καὶ πύργους -ἐνδείξεις γιὰ τὸν χρόνο
καὶ τὴν πολιτεία ὅπου γεννήθηκες-
Καὶ τὰ ἀρχικὰ τοῦ ὀνόματος
Τοῦ ἀφέντη καὶ κατακτητῆ σου
Καλλιγραμμένα διατηρεῖς
Ἀλλὰ κυρίως τὴ μορφὴ τοῦ Βασιλέως ἔχεις τυπωμένη
Σημάδι πὼς πληρώθηκε ὁ φόρος σου
Ὅπως πληρώθηκε καὶ γι᾿ ἄλλα παλαιὰ ἀσημικὰ
Καὶ ἀντικείμενα συλλογῆς.
Μὲ σιγουριὰ ὁμιλοῦν οἱ εἰδικοὶ καθὼς σὲ ψηλαφοῦν
Καθὼς σὲ ψηλαφοῦν καὶ ξεδιπλώνουν
τὴ μακραίωνη ἱστορία σου
Μὲ τὴ βοήθεια φακοῦ
Ποὺ κινεῖται σὲ προκαθορισμένο ὕψος
Μεγεθύνοντας ἄλλες φορὲς τὴ μορφὴ τοῦ Ἄρχοντα
Καὶ ἄλλες πάλι φορὲς τὴν πόλη σου μικραίνοντας.
Ὅμως μιὰ ἀσήμαντη λεπτομέρεια τοὺς διαφεύγει.
Γιὰ χρόνια πολλὰ φυλᾶς τὸ κλάμα τῶν παγονιῶν
Ποὺ ἀκατάπαυστα ἀνεβοκατεβάζουν τὸ κεφάλι
Μέσα στὶς σελίδες τῶν βιβλίων ποὺ ξακρίζεις
Μὰ δὲν μποροῦν αὐτοὶ νὰ τὸ ἀκούσουν.
Ἐμεῖς περιμένουμε
Περιμένουμε τὴ στιγμὴ
Ποὺ τὰ πουλιὰ θ᾿ ἀνοίξουν πάλι τὰ φτερά τους
Καὶ θὰ ἑνώσουν τὶς μικρὲς κραυγές τους
Ὅπως τότε...