ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΥ ΠΕΦΙΛΗΜΕΝΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ






Π   Ε   Ρ   Ι   Ε   Χ   Ο   Μ   Ε   Ν   Α



ΦΩΣ

a

ΠΡΩΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
ΑΟΡΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΗ
ΚΑΡΠΑΣΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΑΝΑΚΑΡΙΑ
ΜΙΚΡΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ
ΠΑΛΙΕΣ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
ΕΜΜΟΝΗ
ΧΑΡΑΚΩΜΑ
ΤΑ ΑΛΟΓΑ
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
ΑΝΘΟΣ ΑΛΟΣ
"ΣΑΛΑΜΙΝΙΑ"
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
ΑΝΘΕΜΙΟΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΗΣ

.............................................................................
 Σ    Η    Μ    Ε    Ι    Ω    Σ    Ε    Ι    Σ
          



Φς

ρθες
νάμεσα π τ φυλλώματα
Τς λις
Κι γνώρισα
Τ σημ
Τν πλότητα
Κα τν γάπη.

νάμεσα π τ φυλλώματα
Το κυπαρισσιο
Κι γνώρισα
Τ πράσινο
Τν πάλη
Τν παλληκαριά.

Τς ροδις
Κι γνώρισα
Τ κόκκινο
Τν τρέλα
Κα τν ρωτά σου.

Κι κόσμος λος φς.




Πρωιν Συμφωνία

Καθς τ φς σκουντάει τ πουλι κα ξημερώνει
Μέσα στ σκοτειν φυλλώματα τν δέντρων
Ξεκινον ο στορίες πο νειρεύτηκαν.

Τραγουδνε τς χαρς τν ταξιδιν τους
Τραγουδνε τ ξεσπάσματα τς φύσης
Τραγουδνε βιαστικ λα μαζ
Γιατ γνωρίζουν πς σ λίγο θ᾿ κουστε φωνή.

Κα μέσα στ μεγάλη σιωπ τν παγερ
Σιγ σιγ ξεφεύγοντας θ᾿ νοίξουνε φτερ
Σ᾿ να καινούριο πρς τ γνωστο ταξίδι.

Θέλω κι γ γι λογικ ν π κα λογα
Γι σπίνους κα τζιτζίκια κα σγαρτίλια

Θέλω κι γ τν τόπο ατ τν ζηλευτ
Κα τς κρυμμένες του μορφις ν τραγουδήσω

Μ φωνή μου κούγεται πικρή, λυπητερ
Γιατ μεγάλη συμφορ κα τ᾿ δικο μ πνίγει

Κι ντ ν τραγουδ γλυκ σν τ πουλι
Θαρκομαι νακαλιομαι.





Τ Πουλιά

Στν βράχο το γιαλο κάθεται γλάρος
Κι διάφορα τ πέλαγο κοιτ
Μ μάτια μισοκοιμισμένα κα ξυπν
Κάθε φορ πο ρχίζει τ τραγοδι της
Μι φραγκολίνα πο μετρ ψωμι
Κι λο εκοσι τέσσερα τ βρίσκει.

Κα καθς το ρέσουν τ πλουμίδια της
Κα τ᾿ λλα τ σημάδια πο χει στ φτερ
Πιάνει κι ατς σκοπ κα σιγοτραγουδ

φτοτζηνάρα το γιαλο
Τζα σμέρνα το πελάου
Δν σο τ λάλουν, μάνα μου
᾿Πο λλόου μου φυλάου!



όρατος

δ γεννήθηκα
Σ᾿ ατν δ τν κρη τραγουδ
νάμεσα σ δύο πέλαγα
είφυλλος, όρατος μοσχοβολ
Κι πλώνω τ κλωνάρια μου στν Κάρβα
Κα τος λλους νέμους πο φυσον.

Κι λιος πο βλέπει π ψηλ
Κοντοστέκεται γι λίγο
Κα μ᾿ πορία μ ρωτ
Ποιός σ᾿ μαθε ν τραγουδς γλυκ
Τς οράνιες τοτες νότες;

Κι γ το παντ πλ
Βρίσκω γοργόνες τζα φιλ τες.




λένη

α΄

Τ δωδεκάχρονη λένη τν παλαιν περιοδικν
νάμεσα στς παπαρονες τς αλς της μελετ.

Στ παιδικ κεφάλι της τ πράσινο μαντίλι της φορε
Πλεκτ δαντέλα λόγυρα μ᾿ λόχρυση κλωστ
Μ τέχνη σν στεφάνι π λουλούδια
Στς πλεξίδες τν μαλλιν της τ τυλίγει.

Σίγουρα θ ταν Κυριακ μετ τ λειτουργία
Τν ρα πο λοι ναζητον ξεκούραση στν λόγο
Κα στς μεγάλες συντροφις ο νέοι χουν προτίμηση
νύποπτοι χορεύουνε, πειράζονται κα τραγουδον
π τ Ριζοκάρπασον ν πάω στ Γιαλοσα
Δν εδασιν τ μάθκια μου τέτοια μαυροματοσα.

Κι σύ, καλ ταξιδευτή, μισ νατολίτισσα τν επες
Γιατ χει θέλγητρα πολλ πο μ᾿ πιμέλεια κρύβει.

Μ σο κι ν πασχίζει μ φροντίδα ν κρυφτε
Τ βλέπουν τ μαντίλι της π᾿ τ βουν το Ταύρου.


β΄

Τ σκληρ βότσαλο μ το χεριο χτύπημα πιδέξιο
Στ σμα φήνοντας τν κραδασμό του σπάει
Το Τεύκρου, τν γενναίων του συντρόφων
Το Δημητρίου κα το νικηφόρου του στρατο
Καλύπτοντας τ χνάρια, δρόμος το γίου ν στρωθε.

Λευκ κι ραχνοΰφαντο μαντίλι στ κεφάλι της φορε
Μ σχέδια περίτεχνα στς τέσσερις γωνιές του τυπωμένα.
Κα σς εχαριστ Maynard Owen Williams πολ
Γιατ στ φωτογράφιση φροντίσατε ν μ φανον
Τ ροζιασμένα χέρια της πο σίγουρα δν θ ταιριάζαν
Μ τν εγένεια το προσώπου της, μ τ λεπτότητά του.

γ’

Τς στορίας νυπόμονος ταξιδευτς
Μέσ᾿ π τς φωτογραφίες τν λένη μελετ.

Στ κεφάλι της φορε να μαντίλι βυσσιν
Στς κρες κεντημένο μ λευκ πλ κλωστή.

Μ τέχνη καμωμένα τ κουλούρια στ σανίδι
Κα τ᾿ χνιστ ψωμ μοσχοβολ γι τ παιδι
Τν ντρα της κα τ γρι γειτόνισσα.

Κι ν να χαμόγελο χαράζεται στ χείλη
Κα χαίρεται γνωρίζοντας πς μικρή της κόρη
Δίνει συνέχεια στ ζω σ᾿ ατ δ τ σπίτι
Πολ μακρι κούγονται τ βήματα βαρι
᾿Νο καβαλλάρη βάρβαρου κα μοχθηρο κα μαύρου.


δ’

ντν ρκέψαν ο κρυφο νέμοι τζα φυσοσαν
Τζα ᾿πο τς τέσσερις μερκς τ νέφη κουβαλοσαν
στι ν κάμουν τν τζαιρν ν᾿ ρκεύκει ν στοιβάζει
Στένεψε τόπος πι πολ κι ορανς στενάζει.
Τ πέλαγα λυσσομανον, τ κύματα βουίζουν
Τς λιγοστς ψαρόβαρκες στ βράχια τς τσακίζουν.

Σίδερο βαρ κι τσάλι ρπει στο γίου τν δρόμο πι
Μ ταν Κάρβας κα ο λλοι νέμοι πο φυσον
νθρώπους παρασύροντας καταλαγιάζουν
Κι γκρεμισμένος ορανς κα καμένη γ
π᾿ τ φωτι κα τν καπν ξεκαθαρίζουν
Τ μορφή της διακρίνω τ σεβάσμια κα θλιμμένη
Φορώντας στ κεφάλι της τ μαρο της μαντίλι
Στς κρες κεντημένο μ κατάμαυρη κλωστ
μίλητη κα σοβαρ ν περιμένει.

Τν Ορανία λένη.




Καρπασία

Κάθε πρω
κονίζω τ μνήμη μου
Κι να μαχαίρι
νάμεσα σ θάλασσες πο ματώνουν
Σ δυ κομμάτια μ χωρίζει.

Τ παιδικά μου χρόνια μ συνθλίβουν…

Προσπαθ ν ταιριάξω φωνήεντα
Στ ʺξʺ κα ʺζήταʺ
Καθς στν λιο διάπλατα
μάνα ψιθυρίζοντας
Τ σπίτι νοίγει.

Στν πρωιν καταχνι
Τριάστρι, Ποαλέτρικα κα λλοι στερισμο
Δν μπορον ν σηκώσουν τ βάρος τν βλεφάρων μου.
Κυνηγώντας τ σκιά μας νάμεσα στ καπνόφυτα
Μ τν πίσσα στ χέρια κα στ ροχα μας
ποχωρίζουμε τσκ τσκ τ νοτισμένα φύλλα
Κι ν τ χρυσαφ ρουφάει τ πράσινο
λιος νεβαίνει
Κα ο μακρις αλακις
Μικραίνουν στ μέτωπο το πατέρα
Μετρώντας τον μ κοντάρια.

Μ νας ρόδακας
λοένα γυρίζει μι μπροστ κα μι πίσω
πιστρέφοντας εκόνες το παλιο καιρο
Κα δείχνοντας τς λλες
Πο συνθέτουν ο μέρες πο θά ᾿ρθουν.
ς ρχίσει λοιπν γνας
Κι ς μν εναι δι τν δόξαν
ς εναι γι τ καπνολούλουδα
Κα τς σκορπισμένες ψηφίδες
Τς διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.




Παναγία Κανακαριά

μες τ γνωρίζαμε λα ατ π πρτο χέρι∙ επε
Κοιτάζοντας τν ξακουστή, σεπτ τοιχογραφία
Κι κανε μι κίνηση το κεφαλιο
Δθεν πς μφισβήτηση τ θέμα δν χωράει.

Τίποτα δν γνωρίζετε, επε λλος μέσα του
Κα τν νιωσε στ μάτια πιτιμητικ ν τν κοιτ.
πήρξατε νιστόρητοι κα πάντοτε τυφλο
Ποτέ σας δν προσέξατε τν νοιχτ πληγ
Πο νέβλυζε κα τρεχε τ αμα σταμάτητο.

Ατ σς κοίταγε μ μάτια πονεμένα
Κι σες νομίζατε πς γαρηνς ταν ατς
Πο εχε τν πληγή∙ κα στ πλυντήρκα τρέχατε
Τς στορίας τ συνέχεια γι ν δετε.

Τώρα, στ μάτια τ᾿ διάφορα μ γωνία σς κοιτ
Μ φος αστηρ πολ κα πάντα πονεμένο
Καρτερώντας∙ κα εναι σν ν σς ρωτ
Μήπως σκοπεύετε τν λλη μου πληγ ν ψηλαφήσετε
Ατν πο πάρχει μέσα μου κι εναι κόμα νοιχτή;




Μικρ Περιήγηση

Ατ δ τ κτήριο μ τος κίονες
κα τς πέντε του καμάρες
Πο βλέπει στ θάλασσα το νότου
Εναι τ σπίτι πο γεννήθηκα
Εναι τ σπίτι πο γεννήθηκε πατέρας
Εναι τ σπίτι πο γεννήθηκε παππος.

Ατ δ τ δέντρο τ ψηλ εναι μι μαυρομάτα
Κα ν κοιτάξετε προσεχτικ μέσα στς φυλλωσιές του
Θ δετε μι μικρ κατοίκητη φωλι
Πο φτιαξαν μ τέχνη κα γάπη δυ σγαρτίλια.

π᾿ δ ξεκινστε μ τρακτρ
μ γροτικ ατοκίνητο
μ τν νο
Ἢἀκόμα μ τ Google Earth

Κα στ σημεο ψιλον σν φτάσετε
-τσι τ λέγαμε∙ μοιαζε μ τ γράμμα-
Θ δετε πς να μικρ δρομάκι ξεχωρίζει
Παράνομα εσέρχεται στν διπλαν γρ
Κα σ μεγάλης χαρουπις τν σκιο χάνεται.

π᾿ κε τρέχαμε γρήγορα στ θάλασσα
φο τρυπώναμε γι λίγο πρτα
Σ μις αωνόβιας σκινις τ δροσερ σκι
Γιατ τ πόδια καιγε πυρωμένη μμος.





Παλις σφραγίδες

Χειρολαβ π φίλντισι
σημένια λεπίδα σκαλισμένη
Τς παις σφραγίδες σου
Κορνες κα λιοντάρια
γκυρες κα πύργους -νδείξεις γι τν χρόνο
κα τν πολιτεία που γεννήθηκες-
Κα τ ρχικ το νόματος
Το φέντη κα κατακτητ σου
Καλλιγραμμένα διατηρες
λλ κυρίως τ μορφ το Βασιλέως χεις τυπωμένη
Σημάδι πς πληρώθηκε φόρος σου
πως πληρώθηκε κα γι᾿ λλα παλαι σημικ
Κα ντικείμενα συλλογς.

Μ σιγουρι μιλον ο εδικο καθς σ ψηλαφον
Καθς σ ψηλαφον κα ξεδιπλώνουν
τ μακραίωνη στορία σου
Μ τ βοήθεια φακο
Πο κινεται σ προκαθορισμένο ψος
Μεγεθύνοντας λλες φορς τ μορφ το ρχοντα
Κα λλες πάλι φορς τν πόλη σου μικραίνοντας.

μως μι σήμαντη λεπτομέρεια τος διαφεύγει.
Γι χρόνια πολλ φυλς τ κλάμα τν παγονιν
Πο κατάπαυστα νεβοκατεβάζουν τ κεφάλι
Μέσα στς σελίδες τν βιβλίων πο ξακρίζεις
Μ δν μπορον ατο ν τ κούσουν.

μες περιμένουμε

Περιμένουμε τ στιγμ
Πο τ πουλι θ᾿ νοίξουν πάλι τ φτερά τους
Κα θ νώσουν τς μικρς κραυγές τους
πως τότε...

                          


Τέσσερις Εκόνες

α’

αωνόβιος θάμνος πάνω στν μμο
Ρίχνει τ σκιά του στ κρινάκι το γιαλο
Κι δροσερ αρα τς θαλάσσου
Δίνει ζω στ πυρωμένα του φτερά.

β’

ταχυφτερουργς τρυπομάζης
Χάνεται μέσα στ σκίνα παίζοντας
Κα ξαναβγαίνει μ μιν λιαχτίδα
Πο τν τυλίγει στν ορά του.

γ’

τεμπέλης γκρίζος τζίτζικας σταματάει
Τ μονότονο τραγούδι κα μ τν σπουργίτη
ρχίζει τ πικίνδυνο παιχνίδι
πάνω στ᾿ σημένια κλωνάρια τς λις.

δ’

νας βράχος μ τ κμα του
Μι χαρουπι κα μι λευκ λωρίδα μμου
Τότε ν δες κρινάκια το γιαλο
Σγαρτίλια κι λόλευκο στραφτερ λάτι.




μμονή

ρθε να κμα λο σκοτάδι
π τν λλη θάλασσα
Κα σκέπασε τούτη τ γ.

πνιξε τς μαργαρίτες κα τ γεράνια
πνιξε τς παπαρονες κα τ κυκλάμινα
πνιξε τος λαζάρους κα τς θαλάσσου τ κρινάκια

Κι μως, δν μπόρεσε ν καλύψει
Τς καρβατσίνες
Πο λο σηκώνουν τ κεφάλι
Κι ρωμα στέλλουνε μεθυστικό.

πνιξε τν σπίνο κα τν σπουργίτη
πνιξε τν τριβιτούρα, τν τρυπομάζη
πνιξε τ σκαλιφούρτα κα τ σγαρτίλι

Κι μως, δν μπόρεσε ν καλύψει
Τς καρβαρίνες
Πο τόσο πολ πιμένουν
Στν διο πάντα σκοπ ν κελαηδον.

πνιξε τ πεκα κα τς σκινις
πνιξε τς χαρουπις κα τς γριελις
πνιξε τς μοσφιλις κα τ ψηλ κυπαρίσσια

Κι μως, δν μπόρεσε ν καλύψει
Τ καρβαρίσσια
Πο μ μυστικ τρόπο δικό τους
λο ψηλότερα πνε κα καρτερον.




Χαράκωμα

νεμος στριφογυρνοσε μανιασμένα
Μέσα στος κλώνους τς μικρς μυγδαλις
Κα τος λευκος νθος σκορποσε
Στ τέσσερα σημεα∙ καταχνιά!

Μολύβι ορανς περνοσε
Χιλιάδες τ᾿ νθη ταξιδεύανε μαζί του
Κι σο χαμήλωνε ατ ποθοσαν
Τ θέση τους ν πάρουνε πάνω στ κλαδιά.

νεμος φυσοσε, πιασε μπόρα
Κα σν τ δάκρυα νθη κα στάλες
Πάνω στ σμα τς μυγδαλις κυλοσαν
Κα φτάναν στ ριζ γι ν γεμίσουν
Σκαμμένο κα μ νούμερο ναγνώρισης
Χαράκωμα πολέμου.





Τ λογα

Πς γυρισμός...

Κα δύο λογα
Θ᾿ νασηκώσουν τ κεφάλι
Καθς στ πεποικιλμένο τους ρμα
Γι τν τελευταία του κατοικία
ρχοντας ταξιδεύει.

Κα στν ναγκαία τελετουργικ στάση
Μπροστ στν ψωμένο ζυγό, σπαραχτικ
Θ χλιμιντρίσουν γι τελευταία φορ
Θ χτυπήσουν τ πόδι στν δρόμο δυνατ
Θ σκεπάσουν τν ομωγ το πλήθους
Κα θ προχωρήσουν.

Κι ργισμένα, μ τ μάτια νοιχτ
Στ σκοτάδι πνιγμένα, γονατισμένα
Οτ᾿ να βμα ν κάνουν δν θ μπορέσουν
Κα τ χμα θ τ σκεπάσει.

Ποτ κανες δν ξέφυγε π᾿ τ μορα του
Οτε πόλη
Οτε ρχοντας
Οτε κα τ᾿ λογα.

δ θ μείνουν

Δίπλα στ θάλασσα
Δίπλα στν πόλη τους
Μ τ κεφάλι μπροστ ναγωνίως τανώντας
Τ γονατισμένα πόδια πασχίζοντας ν ρθώσουν

τοιμα γι ναχώρηση
ς φείλουν ν εναι.


ναγέννηση


Πς πορτοκάλι...

Κα τ δελφίνι θ τιναχτε ψηλ
Μέσ᾿ π τ γαλαν νερ τς λίμνης
Θ᾿ ναστατώσει τν παπαγάλο το κήπου
Θ ξεσηκώσει τ σπουργίτια στος εκαλύπτους
Θ ξαφνιάσει το γυμνασίου τος μικρος μαθητς
Θ τ σηκώσει πάνω στ᾿ νοικτ φτερ τς μνήμης
Κα θ πετάξει γι ν τ φέρει στο νο τν πύλη
Μ λόχρυσες κορδέλες ν᾿ νεμίζουν
Μ τ φόρεμά της τ θαλασσ
Μ τ μυρωμένο μαγιάτικο στεφάνι της
Μ᾿ να πορτοκάλι στ να χέρι
Μ᾿ να καράβι στ λλο
πως τν φησες
παράλλαχτη.

, ρκε ν πες τ᾿ νομά της

Κα ν θαυμάσεις μ πόση χάρη
Μέσ᾿ π τν μμο πο εναι χωσμένη
πόλη θ ξεπροβάλει ξανανιωμένη
Στς χαλκοφόρου τ στερέωμα
Ν ξαναλάμψει.




νθος λός

Πς θάλασσα...

Κα Καμήλα
Θ᾿ νασηκώσει τν καμπούρα της
Θ ξεσηκώσει κύματα
Θ ξυπνήσει τ μισοκοιμισμένα θαλασσοπούλια
Θ φυσήξει τ γλυκόπικρη αρα τς μνήμης
Ν σο χαϊδέψει τ πρόσωπο
Ν σ ποτίσει θαλασσόμελο.

λόχρυσοι κόκκοι μμου
Μαζ μ τν δρτα σου
Θ κυλον πάνω στ σμα
Καθς θ δοκιμάζει τς ντοχές σου.

θάλασσα θ βλέπει πρς τν πόλη
Κα πόλη πρς τ θάλασσα

Ξαγρυπνώντας.




ʺΣαλαμίνιαʺ

νθρωποι τύχης εδωλον πλάσαντο,
πρόφασιν δίης βουλίης [Δημόκριτος]

Τ τύχη κι ατς
Ν βλέπει τσι τν πόλη του!

Γι τν κρίβεια
να μέρος τς πόλης
Μι λωρίδα χρυσ μμουδι
Καταπράσινα περιβόλια
Ν κρέμονται
π ναν θαλασσ ορανό.

Τ κάτω κρα νω
Φυτεμένα σ συντρίμμια
Τ νω κρα κάτω
Μ τ δάχτυλα τεντωμένα.

πατρίδα νάποδα γυρισμένη
Χώρεσε στν παλάμη του.





Μονόλογος

Τ πουκάμισο το φιδιο
Στν πληγ τς σπασμένης φτερούγας μου
Μέσα στ μοναξιά μου μ κατατρώει.

Ατο ν ρχονται κοντά μου ρχονται π περιέργεια
Μο τραβον τ φτερά, δοκιμάζουν τ δύναμή μου
Τν λλων
Φτερούγισμα σπουργιτιν φυγή.

Τν Μεγάλον γγελο ταχύπλοα σκάφη τσάκισαν
Τν ρα πο τραβοσε τ δίχτυα μαζ μ τος ψαράδες.

σοι σωθκαν πνίγηκαν
Πνίγηκαν στ στερι
Φορώντας τ σπρο πουκάμισο τ μαρο παντελόνι.
Κα κουβαλον κα κουβαλον τος δίσκους μ καφέδες.

Θ ρθει κάποτε στιγμ
Ν ραγίσει ατ πλάκα.




νθέμιος Καλοκαίρης

Χάιδεψε τν γκρίζα γενειάδα του
Θαυμάζοντας τν μορφι
Το φεγγαριο πο λαμπε στν ορανό.

Μ συγκίνηση ποκλίθηκε στν τρελ τς γειτονις
ψώνοντάς τον μ χαιρετισμ κα μ κρυφ χαρ
Πο ταν δύνατο τ μάτια του ν κρύψουν.

Τ βραδάκι στν ταβέρνα τς γωνις, τ μαρο
Στερκ παίνεσε το τόπου του κρασ
Φέρνοντας στ στόμα ρωμα κα ποτήρι
Μ κίνηση ργ το κεφαλιο κα το χεριο
Κρίνοντας πς στ ζωή μας τελικ
Δν χει σημασία τ τί λλ τ πς.

Τέλος, τράβηξε γι τ σκήτη του
Ν νειρευτε τ πρτο σπίτι του
Ν νειρευτε τν πρώτη του τ μαγική του πόλη
Προσέχοντας ν σταματ, ν μν πατ
Τ βατραχάκια πο διασταύρωναν τν δρόμο
χοντας τ κλοπιμαα τς μέρας του στν μο
Κα στ φεγγάρι ρίχνοντας ματι εγνωμοσύνης
Τ στν μικρ σκαντζόχοιρο τ μονοπάτι νάβει.








....................................................................................
....................................................................................

Σ  Η  Μ  Ε  Ι  Ω  Σ  Ε  Ι  Σ
...............................................


Πρωιν Συμφωνία

θαρκομαι νακαλιομαι: νομίζω τι μοιρολογ.

Τ Πουλιά

φτοτζηνάρα: φραγκολίνα, π τ ρχαο τταγάς, τταγήν, τταγηνάρα. Τ χαρακτηριστικ τατ τατ τατατ κελάηδημα τς φραγκολίνας χει ταυτιστε στ φαντασία το λαο μ τν τραγικ στορία μις νεαρς κοπέλας τν ποία βασάνιζε πεθερά της. Μι μέρα πο μόλις εχε ξεφουρνίσει τψωμιά της, κατέφθασε πεθερά, τ μέτρησε κα τ βρκε λιγότερα π τν καθορισμένο ριθμό. νεαρ κοπέλα λεγε τι τ ψωμι ταν εκοσι τέσσερα ν πεθερά της πέμενε τι ταν εκοσι τρία. νύφη λεγε τν λήθεια, μ πεθερ ξοργισμένη τν ρπαξε κα τν ριξε μέσα στν πυρωμένο φορνο. Θεός, πο βλεπε τ σκηνή, τ λυπήθηκε κα τ μετα-μόρφωσε σ φραγκολίνα. π τότε φραγκολίνα κούγεται ν κελαηδστος γρος λυπημένη: «᾿κοστέσσεράπεθερά, ᾿κοστέσσεράπεθερά».

όρατος

Εναι δέντρο θάμνος ρωματικός, κωνοφόρος, ειθαλς μ πυκν κωνικκόμη, τεφροκασταν φλοι κα τ φύλλα του μοιάζουν μ ατ το κυπαρισσιο. Τ ξύλο του θεωρεται πολ νθεκτικό∙ εναι να δέντρο παλληκάρι. Σ λα τ παράλια, π τ κρωτήριο Κάβο Γκρέκο μέχρι τΣαλαμνα, τς κράδες, τς ρχαες πόλεις Καρπασία κα Ορανία, τ δάση το όρατου εναι καλ διατηρημένα.

βρίσκω γοργόνες τζα φιλ τες: π συνέντευξη σ κυπριακ καθημερινὴ ἐφημερίδα παιδιν πο ζον στ σκλαβωμένη Καρπασία. Τ 1974 ο γονες τους, παρ τος διωγμούς, εχαν παραμείνει κα συνέχισαν τ ζωή τους κε, στ σπίτια τους.

λένη

Τ περιοδικ The National Geographic Magazine [Unspoiled Cyprus Vol. LIV, No. 1,
July 1928] εχε φιερώσει στν Κύπρο 56 σελίδες, μ κείμενο κα φωτογραφίες τοMaynard Owen Williams. ρκετς φωτογραφίες ταν π τν Καρπασία, ραιότατες λλ κα συγκλονιστικές, π.χ. γυνακες πο κουβαλον πέτρες δεμένες στν πλάτη τους. Στν δρόμο, λοιπόν, γι τν πόστολο νδρέα, τὸ ἀνατολικ κρο τς Κύπρου, ποστολ συνάντησε μι πανέμορφη δωδεκάχρονη πο τος ντυπωσίασε μ τν μορφιά της κα Dr. Williams τ φωτογράφισε μ τν παραδοσιακ τοπικ νδυμασία.

 ἩἙλένη νάμεσα στς παπαρονες τς αλς της, The National GeographicMagazine, July 1928, Vol. LIV, No 1, page 50.

Τν πόμενη μέρα τ φωτογράφισε ξαν μαζ μ τ μητέρα της ν σπάζουν πέτρες γι τς νάγκες το π κατασκευν δρόμου πρς τ μοναστήρι.

λένη μ τ μητέρα της, The National Geographic Magazine, July 1928, Vol. LIV, No 1, page 16.


Γυνακες κουβαλον πέτρες, The National Geographic Magazine, July 1928,Vol. LIV, No 1, page 31.
  
Εκοσι τέσσερα χρόνια ργότερα, τ διο περιοδικό, [The National Geographic Magazine, Vol. CI, No 5, May 1952, Cyprus, Idyllic Island in a Troubled Sea, by Jean and Franc Shor] πραγματοποίησε πάλι περιοδεία στν Κύπρο, μ τν Franc Shor -ργότερα ψηλ στν εραρχία τοπεριοδικο- κα τ σύζυγό του Jean Bowie Shor, φίλους το ζωγράφου τς Κύπρου Γ. Πολ. Γεωργίου, ποτν προηγούμενη μέρα τος εχε ξεναγήσει στν παλι πόλη τς μμοχώστου. Franc κα Jean καναν τν δια διαδρομ πρς τν Καρπασία, ναζήτησαν κα συνάντησαν τν λένη, παντρεμένη πιά, μ πολλ παιδιά, φο εχε πορρίψει πρόταση γάμου π τν μερική, μένοντας στν τόπο της. Στ τεχος ατ δημοσιεύτηκε ξαν παλι λλ κα νέες φωτογραφίες τς λένης.

τουρκικ εσβολ κτόπισε τν λένη π τν γενέθλιο κα γαπημένο της τόπο κι τσι, ξεριζωμένη κα πικραμένη, τράβηξε κι ατ τν δρόμο τς ξενιτεις.

ντν ρκέψαν … ν στοιβάζει: πρτος, δεύτερος κα τέταρτος στίχος τοποιήματος το Βασίλη Μιχαηλίδη ουλίου 1821.

Καρπασία

χερσόνησος Καρπασία ( ρχαία Βος Ορά) κα ρχαία πόλη Καρπασία (κοντ στν γιο Φίλωνα) πραν τ νομά τους π τ φυτ κάρπασος ποσήμαινε τ βαμβάκι, λλ ταν κα εδος λιναριο κλεκτς ποιότητας.

Ποαλέτρικα: λετροπόδα, στερισμς το ρίωνα, τριάστρι: τ τρία φωτειν στέρια πο ποτελον τ ζώνη το ρίωνα. Στς 20 ουλίου 1974, τν ρα κριβς πο ξεκινοσε βάρβαρη εσβολή, μόλις είχαν νατείλει ττρία στέρια τς ζώνης τοῦ Ὠρίωνα, σημάδι γι ξεκίνημα τς ζως στν Καρπασία.

μ νας ρόδακας: τ κόσμημα στ εξώφυλλο, ρόδακας σ μαρμάρινο πάτωμα στν γιο Φίλωνα στν Καρπασία. Κοσμοσε τ χαρτονόμισμα τς κυπριακς λίρας.

δι τν δόξαν: νδρέα Κάλβου, δ Β΄, Ες Δόξαν, κε’.

σκορπισμένες ψηφίδες: ναφορ στ περίφημα ψηφιδωτ τς Παναγίας Κανακαρις το 5ου αἰῶνα μ.Χ. πο τορκοι ρχαιοκάπηλοι κλεψαν κα μπορεύτηκαν. Διευθυντς ρχαιοτήτων εχε καταγγείλει τος βανδάλους, στς 12 ουλίου 1980, στ ρμόδια ργανα τς UNESCO [Ζυγός, ρ. 42, ούλιος-Αγουστος 1980]. Τ ψηφιδωτ ντοπίσθηκαν κα μετ π δίκη στν νδιανάπολη τν νωμένων Πολιτειν τ 1991 πιστράφηκαν στν κκλησία τς Κύπρου. Τώρα βρίσκονται στ Βυζαντιν Μουσεο το δρύματος ρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ στ Λευκωσία. περιπέτεια τν ψηφιδωτν περιγράφεται στ βιβλίο το Dan Hofstadter, Goldberg’s Angel, π τς κδόσεις Farrar Straus Giroux, New York, 1994.

Παναγία Κανακαριά

Μοναστήρι στν Καρπασία. ξω π τν ναό, π τν προστασία το προπυλαίου, πάρχει μι εκόνα τς Παναγίας, γι τν ποία παράδοση λέγει τι νας γαρηνς Σαρακηνς πο περνοσε π᾿ κε ξετόξευσε τν εκόνα, λλ τ βέλος πέστρεψε κα τν τραυμάτισε στ γόνατο. Ατός, ντρομος, πγε σ μιβρύση κε κοντά, τ πλυντήρκα, γι ν πλύνει τν πληγ κα ξεψύχησε κε. Σύμφωνα, μως, μμιν λλη μαρτυρία, ατ τοΔαμασκηνο το σιοδιακόνου κα στουδίτου τν ιστ’ αἰῶνα, εναι εκόνα τς Παναγίας ποαμορραγοσε.

τν λλη μου πληγή: βλέπε τ σημείωση σκορπισμένες ψηφίδες γι τ ποίημα Καρπασία.

 Ἡ κκλησία τς Παναγίας Κανακαρις, [χαρακτικό ΝΝ-Χ]

Μικρ περιήγηση

σημεο ψιλον: τόπος κοντ στν κκλησούλα τς γις [γίας ννας] στν Καρπασία, πο μπορε κάποιος ν τν πισκεφθε μ τ Google Earth στς συντεταγμένες : 35° 26΄ 32.92΄΄Β , 34° 10΄ 32.87΄΄ Ε.

μαυρομάτα: λουλλουθκιά, γριοπασχαλιά, μελία, ψευδομελέα ἡ ἀζεδαράχη. Τ κοντάρι το χιλλέα ταν π ξύλο μελίας.

Παλις σφραγίδες

Σ μερικ παλι γεφύρια στν Κύπρο μπορομε ν διακρίνουμε κόμα τὰ ἀνάγλυφα ρχικ [ER] τς βασίλισσας κα τ σύμβολο τς ξουσίας της, τν κορώνα καθς κα σ τοίχους κκλησιν κα ρχοντικν τος θυρεος διαφόρων Οκων τν κατακτητν το νησιο. λλα πολλ σύμβολα βρίσκονται σ τείχη, σ κρνες κα λλο, παρόμοια μ ατ πο πάρχουν στ πολπαλι σημένια μαχαιράκια.

μμονή

τρυπομάζης [Συλβία μελανοθώραξ], τριβιτούρα, σκαλιφούρτα νάνθη κυπρία]: πολ μικρ νδημικ πουλι τς Κύπρου.

σγαρτίλι [carduelis carduelis]: καρδερίνα.

Τ λογα

ναφορ στος τάφους τς Σαλαμνας τς Κύπρου που ο μεγαλοπρεπες νεκρώσιμες τελετς περιλάμβαναν κα θυσία λόγων. Παρατηρήθηκε κόμα κα ταφ ζωντανν λόγων, πως μαρτυρε σκελετς νς λόγου σ γωνιώδη στάση, μ τν λαιμ τεντωμένο καγονατιστ τ δύο μπροστινά του πόδια ν προσπαθε ν πελευθερωθε. Κοντ στ Σαλαμνα τς Κύπρου, στν γκωμη, βρέθηκε να γγεο πο νομάστηκε ʺκρατρας το Διόςʺ, πάνω στὸ ὁποο εκονίζεται μι πίσημη νδρικμορφ πο φορε ερατικ χιτνα κα κρατε ζυγό. μορφ στέκεται μπροστ σὲ ἅρμα κα πιστεύεται τι εναι Ζες ποκρατ τ ʺζυγαρι τς Μοίραςʺ, δ μτν ννοια το πεπρωμένου πο κανες δν μπορε ν᾿ ποφύγει.

Σκελετο λόγων, που βρέθηκαν στη Σαλαμίνα, 
ρχαιολογικ Μουσεο, Λευκωσία.

ναγέννηση

Δρ Κυριάκος Χατζηιωάννου, γυμνασιάρχης στ λληνικ Γυμνάσιο μμοχώστου, λοκλήρωσε μι διάλεξή του, στς 3 Νοεμβρίου 1982, μ τ λόγια ατά: «Τώρα βλέπουμε τν πόλη μας στ νειρά μας κα μ πόνο ναρωτιόμαστε: ταν ραγε να φωτειν μετέωρο πο σβησε γι πάντα π τ οράνιο στερέωμα τς Κύπρου, θ ξαναλάμψη κα πάλι, πως πρίν;»

πίκεντρο τν κδηλώσεων τς γιορτς το πορτοκαλιο κα τν νθεστηρίων -τν δύο μεγάλων ορτν τς μμοχώστου- ταν τ λληνικ Γυμνάσιο μ τ στάδιο κα τ ρχαιοπρεπ προπύλαιά του, τ Λύκειο λληνίδων -να λλο στολίδι τς μικρς μαγικς πόλης- κα νάμεσά τους μικρς Δημοτικς Κπος, μ τν παπαγάλο του, τν τεχνητ λιμνούλα κα τ μεταλλικ δελφίνι, πο μι φορ τν χρόνο ποκτοσε σμα π πορτοκάλια.

νθος λός

νθος λός, φρς το κύματος.

Καμήλα, βράχος μέσα στ θάλασσα, κτακόσια περίπου μέτρα π τν κτή, πο κατ τ διάρκεια το Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βομβαρδίστηκε π τος Γερμανούς, γιατ τν ξέλαβαν γι ποβρύχιο. Ο νέοι συναγωνίζονταν στν κολύμβηση, μ σημεο ναφορς τν βράχο ατό, στος κολυμβητικος γνες το Ναυτικο μίλου μμοχώστου, λλ κα σ λλες μέρες καὶ ὧρες, κυρίως μως κατ τ καλοκαίρι, πο πόλη σφυζε π ζωή.

ʺΣαλαμίνιαʺ

Παραλιακ ξενοδοχεο τς μμοχώστου. Στς 22 ουλίου το 1974 βομβαρδίστηκε π τν τουρκικ εροπορία κα φωτογραφία νς νέου, πο σκοτώθηκε μ τραγικ τρόπο κα φαινόταν ν κρέμεται μέσα στ συντρίμμια το κτηρίου, προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση κα κανε τν γρο το κόσμου γι πάρα πολλς μέρες.

νθέμιος Καλοκαίρης

να ετελς νθος στ μνήμη το φίλου κα Διδασκάλου μου Θεοδόση Νικολάου, μ τ δια τ λόγια τ δικά του πο γραψε γι τν Φώτη Κόντογλου, Εκόνες, Κύπρος 1988, σημείωση στ σελ. 45, γι τ ποίημά του Κρυφὴ Ἐνασχόληση.

νθέμιος Καλοκαίρης: π τ ποίημά του μήχανον Κάλλος, Εκόνες, 1988, σελ. 39.

δν χει σημασία τ τί λλ τ πς: π στίχο το ποιήματός του κθεση ζωγραφικς, Εκόνες, 1988, σελ. 25.

κλοπιμαα: ναφορ στ ποίημά του ργασία το ποιητ, Πεπραγμένα, 1980, σελ. 24.

στν μικρ σκαντζόχοιρο: π στίχο το ποιήματός του ρωτας, Πεπραγμένα, 1980, σελ. 19.


a



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου