Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
ΦΩΣ
a
ΠΡΩΙΝΗ
ΣΥΜΦΩΝΙΑ
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
ΑΟΡΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΗ
ΚΑΡΠΑΣΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΑΝΑΚΑΡΙΑ
ΜΙΚΡΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ
ΠΑΛΙΕΣ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
ΕΜΜΟΝΗ
ΧΑΡΑΚΩΜΑ
ΤΑ ΑΛΟΓΑ
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
ΑΝΘΟΣ ΑΛΟΣ
"ΣΑΛΑΜΙΝΙΑ"
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
ΑΝΘΕΜΙΟΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΗΣ
.............................................................................
.............................................................................
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
Φῶς
Ἦρθες
Ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ φυλλώματα
Τῆς ἐλιᾶς
Κι ἐγνώρισα
Τὸ ἀσημὶ
Τὴν ἁπλότητα
Καὶ τὴν ἀγάπη.
Ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ φυλλώματα
Τοῦ κυπαρισσιοῦ
Κι ἐγνώρισα
Τὸ πράσινο
Τὴν πάλη
Τὴν παλληκαριά.
Τῆς ροδιᾶς
Κι ἐγνώρισα
Τὸ κόκκινο
Τὴν τρέλα
Καὶ τὸν ἔρωτά σου.
Κι ὁ κόσμος ὅλος φῶς.
Πρωινὴ Συμφωνία
Καθὼς τὸ φῶς σκουντάει τὰ πουλιὰ καὶ ξημερώνει
Μέσα στὰ σκοτεινὰ φυλλώματα τῶν δέντρων
Ξεκινοῦν οἱ ἱστορίες ποὺ ὀνειρεύτηκαν.
Τραγουδᾶνε τὶς χαρὲς τῶν ταξιδιῶν τους
Τραγουδᾶνε τὰ ξεσπάσματα τῆς φύσης
Τραγουδᾶνε βιαστικὰ ὅλα μαζὶ
Γιατὶ γνωρίζουν πὼς σὲ λίγο θ᾿ ἀκουστεῖ ἡ φωνή.
Καὶ μέσα στὴ μεγάλη σιωπὴ τὴν παγερὴ
Σιγὰ σιγὰ ξεφεύγοντας θ᾿ ἀνοίξουνε φτερὰ
Σ᾿ ἕνα καινούριο πρὸς τὸ ἄγνωστο ταξίδι.
Θέλω κι ἐγὼ γιὰ λογικὰ νὰ πῶ καὶ ἄλογα
Γιὰ σπίνους καὶ τζιτζίκια καὶ σγαρτίλια
Θέλω κι ἐγὼ τὸν τόπο αὐτὸ τὸν ζηλευτὸ
Καὶ τὶς κρυμμένες του ὀμορφιὲς νὰ τραγουδήσω
Μὰ ἡ φωνή μου ἀκούγεται πικρή, λυπητερὴ
Γιατὶ ἡ μεγάλη συμφορὰ καὶ τ᾿ ἄδικο μὲ πνίγει
Κι ἀντὶ νὰ τραγουδῶ γλυκὰ σὰν τὰ πουλιὰ
Θαρκοῦμαι ἀνακαλιοῦμαι.
Τὰ Πουλιά
Στὸν βράχο τοῦ γιαλοῦ κάθεται ὁ γλάρος
Κι ἀδιάφορα τὸ πέλαγο κοιτᾶ
Μὲ μάτια μισοκοιμισμένα καὶ ξυπνᾶ
Κάθε φορὰ ποὺ ἀρχίζει τὸ τραγοῦδι της
Μιὰ φραγκολίνα ποὺ μετρᾶ ψωμιὰ
Κι ὅλο εἴκοσι τέσσερα τὰ βρίσκει.
Καὶ καθὼς τοῦ ἀρέσουν τὰ πλουμίδια της
Καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σημάδια ποὺ ἔχει στὰ φτερὰ
Πιάνει κι αὐτὸς σκοπὸ καὶ σιγοτραγουδᾶ
Ἀφτοτζηνάρα τοῦ γιαλοῦ
Τζαὶ σμέρνα τοῦ πελάου
Δὲν σοῦ τὸ λάλουν, μάνα μου
᾿Ποὺ λλόου μου φυλάου!
Ἀόρατος
Ἐδῶ γεννήθηκα
Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἄκρη τραγουδῶ
Ἀνάμεσα σὲ δύο πέλαγα
Ἀείφυλλος, ἀόρατος μοσχοβολῶ
Κι ἁπλώνω τὰ κλωνάρια μου στὸν Κάρβα
Καὶ τοὺς ἄλλους ἀνέμους ποὺ φυσοῦν.
Κι ὁ ἥλιος ποὺ βλέπει ἀπὸ ψηλὰ
Κοντοστέκεται γιὰ λίγο
Καὶ μ᾿ ἀπορία μὲ ρωτᾶ
Ποιός σ᾿ ἔμαθε νὰ τραγουδᾶς γλυκὰ
Τὶς οὐράνιες τοῦτες νότες;
Κι ἐγὼ τοῦ ἀπαντῶ ἁπλὰ
Βρίσκω γοργόνες
τζαὶ φιλῶ τες.
Ἑλένη
α΄
Τὴ δωδεκάχρονη Ἑλένη τῶν παλαιῶν περιοδικῶν
Ἀνάμεσα στὶς παπαροῦνες τῆς αὐλῆς της μελετῶ.
Στὸ παιδικὸ κεφάλι της τὸ πράσινο μαντίλι της φορεῖ
Πλεκτὴ δαντέλα ὁλόγυρα μ᾿ ὁλόχρυση κλωστὴ
Μὲ τέχνη σὰν στεφάνι ἀπὸ λουλούδια
Στὶς πλεξίδες τῶν μαλλιῶν της τὸ τυλίγει.
Σίγουρα θὰ ἦταν Κυριακὴ μετὰ τὴ λειτουργία
Τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι ἀναζητοῦν ξεκούραση στὸν λόγο
Καὶ στὶς μεγάλες συντροφιὲς οἱ νέοι ἔχουν προτίμηση
Ἀνύποπτοι χορεύουνε, πειράζονται καὶ τραγουδοῦν
Ἀπὸ τὸ Ριζοκάρπασον νὰ πάω στὴ Γιαλοῦσα
Δὲν εἴδασιν τὰ μάθκια μου τέτοια
μαυροματοῦσα.
Κι ἐσύ, καλὲ ταξιδευτή, μισὴ ἀνατολίτισσα τὴν εἶπες
Γιατὶ ἔχει θέλγητρα πολλὰ ποὺ μ᾿ ἐπιμέλεια κρύβει.
Μὰ ὅσο κι ἂν πασχίζει μὲ φροντίδα νὰ κρυφτεῖ
Τὸ βλέπουν τὸ μαντίλι της ἀπ᾿ τὰ βουνὰ τοῦ Ταύρου.
β΄
Τὸ σκληρὸ βότσαλο μὲ τοῦ χεριοῦ χτύπημα ἐπιδέξιο
Στὸ σῶμα ἀφήνοντας τὸν κραδασμό του σπάει
Τοῦ Τεύκρου, τῶν γενναίων του συντρόφων
Τοῦ Δημητρίου καὶ τοῦ νικηφόρου του στρατοῦ
Καλύπτοντας τὰ χνάρια, ὁ δρόμος τοῦ Ἁγίου νὰ στρωθεῖ.
Λευκὸ κι ἀραχνοΰφαντο μαντίλι στὸ κεφάλι της φορεῖ
Μὲ σχέδια περίτεχνα στὶς τέσσερις γωνιές του τυπωμένα.
Καὶ σᾶς εὐχαριστῶ Maynard Owen Williams πολὺ
Γιατὶ στὴ φωτογράφιση φροντίσατε νὰ μὴ φανοῦν
Τὰ ροζιασμένα χέρια της ποὺ σίγουρα δὲν θὰ ταιριάζαν
Μὲ τὴν εὐγένεια τοῦ προσώπου της, μὲ τὴ λεπτότητά του.
γ’
Τῆς ἱστορίας ἀνυπόμονος ταξιδευτὴς
Μέσ᾿ ἀπὸ τὶς φωτογραφίες τὴν Ἑλένη μελετῶ.
Στὸ κεφάλι της φορεῖ ἕνα μαντίλι βυσσινὶ
Στὶς ἄκρες κεντημένο μὲ λευκὴ ἁπλῆ κλωστή.
Μὲ τέχνη καμωμένα τὰ κουλούρια στὸ σανίδι
Καὶ τ᾿ ἀχνιστὸ ψωμὶ μοσχοβολᾶ γιὰ τὰ παιδιὰ
Τὸν ἄντρα της καὶ τὴ γριὰ γειτόνισσα.
Κι ἐνῶ ἕνα χαμόγελο χαράζεται στὰ χείλη
Καὶ χαίρεται γνωρίζοντας πὼς ἡ μικρή της κόρη
Δίνει συνέχεια στὴ ζωὴ σ᾿ αὐτὸ ἐδῶ τὸ σπίτι
Πολὺ μακριὰ ἀκούγονται τὰ βήματα βαριὰ
᾿Νοῦ καβαλλάρη βάρβαρου καὶ μοχθηροῦ καὶ μαύρου.
δ’
Ἁντὰν ἀρκέψαν οἱ κρυφοὶ ἀνέμοι τζαὶ φυσοῦσαν
Τζαὶ ᾿ποὺ τὲς τέσσερις μερκὲς τὰ νέφη ἐκουβαλοῦσαν
Ὥστι νὰ κάμουν τὸν τζαιρὸν ν᾿ ἀρκεύκει νὰ στοιβάζει
Στένεψε ὁ τόπος πιὸ πολὺ κι ὁ οὐρανὸς στενάζει.
Τὰ πέλαγα λυσσομανοῦν, τὰ κύματα βουίζουν
Τὶς λιγοστὲς ψαρόβαρκες στὰ βράχια τὶς τσακίζουν.
Σίδερο βαρὺ κι ἀτσάλι ἕρπει στοῦ Ἁγίου τὸν δρόμο πιὰ
Μὰ ὅταν ὁ Κάρβας καὶ οἱ ἄλλοι ἀνέμοι ποὺ φυσοῦν
Ἀνθρώπους παρασύροντας καταλαγιάζουν
Κι ὁ γκρεμισμένος οὐρανὸς καὶ ἡ καμένη γῆ
Ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ καὶ τὸν καπνὸ ξεκαθαρίζουν
Τὴ μορφή της διακρίνω τὴ σεβάσμια καὶ θλιμμένη
Φορώντας στὸ κεφάλι της τὸ μαῦρο της μαντίλι
Στὶς ἄκρες κεντημένο μὲ κατάμαυρη κλωστὴ
Ἀμίλητη καὶ σοβαρὴ νὰ περιμένει.
Τὴν Οὐρανία Ἑλένη.
Καρπασία
Κάθε πρωὶ
Ἀκονίζω τὴ μνήμη μου
Κι ἕνα μαχαίρι
Ἀνάμεσα σὲ θάλασσες ποὺ ματώνουν
Σὲ δυὸ κομμάτια μὲ χωρίζει.
Τὰ παιδικά μου χρόνια μὲ συνθλίβουν…
Προσπαθῶ νὰ ταιριάξω φωνήεντα
Στὰ ʺξὶʺ καὶ ʺζήταʺ
Καθὼς στὸν ἥλιο διάπλατα
Ἡ μάνα ψιθυρίζοντας
Τὸ σπίτι ἀνοίγει.
Στὴν πρωινὴ καταχνιὰ
Τριάστρι, Ποαλέτρικα καὶ ἄλλοι ἀστερισμοὶ
Δὲν μποροῦν νὰ σηκώσουν τὸ βάρος τῶν βλεφάρων μου.
Κυνηγώντας τὴ σκιά μας ἀνάμεσα στὰ καπνόφυτα
Μὲ τὴν πίσσα στὰ χέρια καὶ στὰ ροῦχα μας
Ἀποχωρίζουμε τσὰκ τσὰκ τὰ νοτισμένα φύλλα
Κι ἐνῶ τὸ χρυσαφὶ ρουφάει τὸ πράσινο
Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει
Καὶ οἱ μακριὲς αὐλακιὲς
Μικραίνουν στὸ μέτωπο τοῦ πατέρα
Μετρώντας τον μὲ κοντάρια.
Μὰ ἕνας ρόδακας
Ὁλοένα γυρίζει μιὰ μπροστὰ καὶ μιὰ πίσω
Ἐπιστρέφοντας εἰκόνες τοῦ παλιοῦ καιροῦ
Καὶ δείχνοντας τὶς ἄλλες
Ποὺ συνθέτουν οἱ μέρες ποὺ θά ᾿ρθουν.
Ἂς ἀρχίσει λοιπὸν ὁ ἀγῶνας
Κι ἂς μὴν εἶναι διὰ τὴν δόξαν
Ἂς εἶναι γιὰ τὰ καπνολούλουδα
Καὶ τὶς σκορπισμένες ψηφίδες
Τῆς διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.
Παναγία ἡ Κανακαριά
Ἐμεῖς τὰ γνωρίζαμε ὅλα αὐτὰ ἀπὸ πρῶτο χέρι∙ εἶπε
Κοιτάζοντας τὴν ξακουστή, σεπτὴ τοιχογραφία
Κι ἔκανε μιὰ κίνηση τοῦ κεφαλιοῦ
Δῆθεν πὼς ἀμφισβήτηση τὸ θέμα δὲν χωράει.
Τίποτα δὲν γνωρίζετε, εἶπε ὁ ἄλλος μέσα του
Καὶ τὸν ἔνιωσε στὰ μάτια ἐπιτιμητικὰ νὰ τὸν κοιτᾶ.
Ὑπήρξατε ἀνιστόρητοι καὶ πάντοτε τυφλοὶ
Ποτέ σας δὲν προσέξατε τὴν ἀνοιχτὴ πληγὴ
Ποὺ ἀνέβλυζε καὶ ἔτρεχε τὸ αἷμα ἀσταμάτητο.
Αὐτὴ σᾶς κοίταγε μὲ μάτια πονεμένα
Κι ἐσεῖς νομίζατε πὼς ὁ Ἀγαρηνὸς ἦταν αὐτὸς
Ποὺ εἶχε τὴν πληγή∙ καὶ στὰ πλυντήρκα τρέχατε
Τῆς ἱστορίας τὴ συνέχεια γιὰ νὰ δεῖτε.
Τώρα, στὰ μάτια τ᾿ ἀδιάφορα μὲ ἀγωνία σᾶς κοιτᾶ
Μὲ ὕφος αὐστηρὸ πολὺ καὶ πάντα πονεμένο
Καρτερώντας∙ καὶ εἶναι σὰν νὰ σᾶς ρωτᾶ
Μήπως σκοπεύετε τὴν ἄλλη μου πληγὴ νὰ ψηλαφήσετε
Αὐτὴν ποὺ ὑπάρχει μέσα μου κι
εἶναι ἀκόμα ἀνοιχτή;
Μικρὴ Περιήγηση
Αὐτὸ ἐδῶ τὸ κτήριο μὲ τοὺς κίονες
καὶ τὶς πέντε του καμάρες
Ποὺ βλέπει στὴ θάλασσα τοῦ νότου
Εἶναι τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα
Εἶναι τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκε ὁ πατέρας
Εἶναι τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκε ὁ παπποῦς.
Αὐτὸ ἐδῶ τὸ δέντρο τὸ ψηλὸ εἶναι μιὰ μαυρομάτα
Καὶ ἂν κοιτάξετε προσεχτικὰ μέσα στὶς φυλλωσιές του
Θὰ δεῖτε μιὰ μικρὴ ἀκατοίκητη φωλιὰ
Ποὺ ἔφτιαξαν μὲ τέχνη καὶ ἀγάπη δυὸ σγαρτίλια.
Ἀπ᾿ ἐδῶ ξεκινῆστε μὲ τρακτὲρ
Ἢ μὲ ἀγροτικὸ αὐτοκίνητο
Ἢ μὲ τὸν νοῦ
Ἢἀκόμα μὲ τὸ Google Earth
Καὶ στὸ σημεῖο Ὕψιλον σὰν φτάσετε
-ἔτσι τὸ λέγαμε∙ ἔμοιαζε μὲ τὸ γράμμα-
Θὰ δεῖτε πὼς ἕνα μικρὸ δρομάκι ξεχωρίζει
Παράνομα εἰσέρχεται στὸν διπλανὸ ἀγρὸ
Καὶ σὲ μεγάλης χαρουπιᾶς τὸν ἴσκιο χάνεται.
Ἀπ᾿ ἐκεῖ τρέχαμε γρήγορα στὴ θάλασσα
Ἀφοῦ τρυπώναμε γιὰ λίγο πρῶτα
Σὲ μιᾶς αἰωνόβιας σκινιᾶς τὴ δροσερὴ σκιὰ
Γιατὶ τὰ πόδια ἔκαιγε ἡ πυρωμένη ἄμμος.
Παλιὲς σφραγίδες
Χειρολαβὴ ἀπὸ φίλντισι
Ἀσημένια λεπίδα σκαλισμένη
Τὶς παιὲς σφραγίδες σου
Κορῶνες καὶ λιοντάρια
Ἄγκυρες καὶ πύργους -ἐνδείξεις γιὰ τὸν χρόνο
καὶ τὴν πολιτεία ὅπου γεννήθηκες-
Καὶ τὰ ἀρχικὰ τοῦ ὀνόματος
Τοῦ ἀφέντη καὶ κατακτητῆ σου
Καλλιγραμμένα διατηρεῖς
Ἀλλὰ κυρίως τὴ μορφὴ τοῦ Βασιλέως ἔχεις τυπωμένη
Σημάδι πὼς πληρώθηκε ὁ φόρος σου
Ὅπως πληρώθηκε καὶ γι᾿ ἄλλα παλαιὰ ἀσημικὰ
Καὶ ἀντικείμενα συλλογῆς.
Μὲ σιγουριὰ ὁμιλοῦν οἱ εἰδικοὶ καθὼς σὲ ψηλαφοῦν
Καθὼς σὲ ψηλαφοῦν καὶ ξεδιπλώνουν
τὴ μακραίωνη ἱστορία σου
Μὲ τὴ βοήθεια φακοῦ
Ποὺ κινεῖται σὲ προκαθορισμένο ὕψος
Μεγεθύνοντας ἄλλες φορὲς τὴ μορφὴ τοῦ Ἄρχοντα
Καὶ ἄλλες πάλι φορὲς τὴν πόλη σου μικραίνοντας.
Ὅμως μιὰ ἀσήμαντη λεπτομέρεια τοὺς διαφεύγει.
Γιὰ χρόνια πολλὰ φυλᾶς τὸ κλάμα τῶν παγονιῶν
Ποὺ ἀκατάπαυστα ἀνεβοκατεβάζουν τὸ κεφάλι
Μέσα στὶς σελίδες τῶν βιβλίων ποὺ ξακρίζεις
Μὰ δὲν μποροῦν αὐτοὶ νὰ τὸ ἀκούσουν.
Ἐμεῖς περιμένουμε
Περιμένουμε τὴ στιγμὴ
Ποὺ τὰ πουλιὰ θ᾿ ἀνοίξουν πάλι τὰ φτερά τους
Καὶ θὰ ἑνώσουν τὶς μικρὲς κραυγές τους
Ὅπως τότε...
Τέσσερις Εἰκόνες
α’
Ὁ αἰωνόβιος θάμνος πάνω στὴν ἄμμο
Ρίχνει τὴ σκιά του στὸ κρινάκι τοῦ γιαλοῦ
Κι ἡ δροσερὴ αὔρα τῆς θαλάσσου
Δίνει ζωὴ στὰ πυρωμένα του φτερά.
β’
Ὁ ταχυφτερουργὸς τρυπομάζης
Χάνεται μέσα στὰ σκίνα παίζοντας
Καὶ ξαναβγαίνει μὲ μιὰν ἡλιαχτίδα
Ποὺ τὴν τυλίγει στὴν οὐρά του.
γ’
Ὁ τεμπέλης γκρίζος τζίτζικας σταματάει
Τὸ μονότονο τραγούδι καὶ μὲ τὸν σπουργίτη
Ἀρχίζει τὸ ἐπικίνδυνο παιχνίδι
Ἐπάνω στ᾿ ἀσημένια κλωνάρια τῆς ἐλιᾶς.
δ’
Ἕνας βράχος μὲ τὸ κῦμα του
Μιὰ χαρουπιὰ καὶ μιὰ λευκὴ λωρίδα ἄμμου
Τότε νὰ δεῖς κρινάκια τοῦ γιαλοῦ
Σγαρτίλια κι ὁλόλευκο ἀστραφτερὸ ἁλάτι.
Ἐμμονή
Ἦρθε ἕνα κῦμα ὅλο σκοτάδι
Ἀπὸ τὴν ἄλλη θάλασσα
Καὶ σκέπασε τούτη τὴ γῆ.
Ἔπνιξε τὶς μαργαρίτες καὶ τὰ γεράνια
Ἔπνιξε τὶς παπαροῦνες καὶ τὰ κυκλάμινα
Ἔπνιξε τοὺς λαζάρους καὶ τῆς θαλάσσου τὰ κρινάκια
Κι ὅμως, δὲν μπόρεσε νὰ καλύψει
Τὶς καρβατσίνες
Ποὺ ὅλο σηκώνουν τὸ κεφάλι
Κι ἄρωμα στέλλουνε μεθυστικό.
Ἔπνιξε τὸν σπίνο καὶ τὸν σπουργίτη
Ἔπνιξε τὴν τριβιτούρα, τὸν τρυπομάζη
Ἔπνιξε τὴ σκαλιφούρτα καὶ τὸ σγαρτίλι
Κι ὅμως, δὲν μπόρεσε νὰ καλύψει
Τὶς καρβαρίνες
Ποὺ τόσο πολὺ ἐπιμένουν
Στὸν ἴδιο πάντα σκοπὸ νὰ κελαηδοῦν.
Ἔπνιξε τὰ πεῦκα καὶ τὶς σκινιὲς
Ἔπνιξε τὶς χαρουπιὲς καὶ τὶς ἀγριελιὲς
Ἔπνιξε τὶς μοσφιλιὲς καὶ τὰ ψηλὰ κυπαρίσσια
Κι ὅμως, δὲν μπόρεσε νὰ καλύψει
Τὰ καρβαρίσσια
Ποὺ μὲ μυστικὸ τρόπο δικό τους
Ὅλο ψηλότερα πᾶνε καὶ καρτεροῦν.
Χαράκωμα
Ὁ ἄνεμος στριφογυρνοῦσε μανιασμένα
Μέσα στοὺς κλώνους τῆς μικρῆς ἀμυγδαλιᾶς
Καὶ τοὺς λευκοὺς ἀνθοὺς σκορποῦσε
Στὰ τέσσερα σημεῖα∙ καταχνιά!
Μολύβι ὁ οὐρανὸς περνοῦσε
Χιλιάδες τ᾿ ἄνθη ταξιδεύανε μαζί του
Κι ὅσο χαμήλωνε αὐτὰ ποθοῦσαν
Τὴ θέση τους νὰ πάρουνε ἐπάνω στὰ κλαδιά.
Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε, ἔπιασε μπόρα
Καὶ σὰν τὰ δάκρυα ἄνθη καὶ στάλες
Πάνω στὸ σῶμα τῆς ἀμυγδαλιᾶς κυλοῦσαν
Καὶ φτάναν στὰ ριζὰ γιὰ νὰ γεμίσουν
Σκαμμένο καὶ μὲ νούμερο ἀναγνώρισης
Χαράκωμα πολέμου.
Τὰ Ἄλογα
Πὲς γυρισμός...
Καὶ δύο ἄλογα
Θ᾿ ἀνασηκώσουν τὸ κεφάλι
Καθὼς στὸ πεποικιλμένο τους ἅρμα
Γιὰ τὴν τελευταία του κατοικία
Ὁ Ἄρχοντας ταξιδεύει.
Καὶ στὴν ἀναγκαία τελετουργικὴ στάση
Μπροστὰ στὸν ὑψωμένο ζυγό, σπαραχτικὰ
Θὰ χλιμιντρίσουν γιὰ τελευταία φορὰ
Θὰ χτυπήσουν τὸ πόδι στὸν δρόμο δυνατὰ
Θὰ σκεπάσουν τὴν οἰμωγὴ τοῦ πλήθους
Καὶ θὰ προχωρήσουν.
Κι ὀργισμένα, μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ
Στὸ σκοτάδι πνιγμένα, γονατισμένα
Οὔτ᾿ ἕνα βῆμα νὰ κάνουν δὲν θὰ μπορέσουν
Καὶ τὸ χῶμα θὰ τὰ σκεπάσει.
Ποτὲ κανεὶς δὲν ξέφυγε ἀπ᾿ τὴ μοῖρα του
Οὔτε ἡ πόλη
Οὔτε ὁ Ἄρχοντας
Οὔτε καὶ τ᾿ ἄλογα.
Ἐδῶ θὰ μείνουν
Δίπλα στὴ θάλασσα
Δίπλα στὴν πόλη τους
Μὲ τὸ κεφάλι μπροστὰ ἐναγωνίως τανώντας
Τὰ γονατισμένα πόδια πασχίζοντας νὰ ὀρθώσουν
Ἕτοιμα γιὰ ἀναχώρηση
Ὣς ὀφείλουν νὰ εἶναι.
Ἀναγέννηση
Πὲς πορτοκάλι...
Καὶ τὸ δελφίνι θὰ τιναχτεῖ ψηλὰ
Μέσ᾿ ἀπὸ τὰ γαλανὰ νερὰ τῆς λίμνης
Θ᾿ ἀναστατώσει τὸν παπαγάλο τοῦ κήπου
Θὰ ξεσηκώσει τὰ σπουργίτια στοὺς εὐκαλύπτους
Θὰ ξαφνιάσει τοῦ γυμνασίου τοὺς μικροὺς μαθητὲς
Θὰ τὴ σηκώσει ἐπάνω στ᾿ ἀνοικτὰ φτερὰ τῆς μνήμης
Καὶ θὰ πετάξει γιὰ νὰ τὴ φέρει στοῦ νοῦ τὴν πύλη
Μὲ ὁλόχρυσες κορδέλες ν᾿ ἀνεμίζουν
Μὲ τὸ φόρεμά της τὸ θαλασσὶ
Μὲ τὸ μυρωμένο μαγιάτικο στεφάνι της
Μ᾿ ἕνα πορτοκάλι στὸ ἕνα χέρι
Μ᾿ ἕνα καράβι στὸ ἄλλο
Ὅπως τὴν ἄφησες
Ἀπαράλλαχτη.
Ἤ, ἀρκεῖ νὰ πεῖς τ᾿ ὄνομά της
Καὶ νὰ θαυμάσεις μὲ πόση χάρη
Μέσ᾿ ἀπὸ τὴν ἄμμο ποὺ εἶναι χωσμένη
Ἡ πόλη θὰ ξεπροβάλει ξανανιωμένη
Στῆς χαλκοφόρου τὸ στερέωμα
Νὰ ξαναλάμψει.
Ἄνθος Ἁλός
Πὲς θάλασσα...
Καὶ ἡ Καμήλα
Θ᾿ ἀνασηκώσει τὴν καμπούρα της
Θὰ ξεσηκώσει κύματα
Θὰ ξυπνήσει τὰ μισοκοιμισμένα θαλασσοπούλια
Θὰ φυσήξει τὴ γλυκόπικρη αὔρα τῆς μνήμης
Νὰ σοῦ χαϊδέψει τὸ πρόσωπο
Νὰ σὲ ποτίσει θαλασσόμελο.
Ὁλόχρυσοι κόκκοι ἄμμου
Μαζὶ μὲ τὸν ἱδρῶτα σου
Θὰ κυλοῦν ἐπάνω στὸ σῶμα
Καθὼς θὰ δοκιμάζει τὶς ἀντοχές σου.
Ἡ θάλασσα θὰ βλέπει πρὸς τὴν πόλη
Καὶ ἡ πόλη πρὸς τὴ θάλασσα
Ξαγρυπνώντας.
ʺΣαλαμίνιαʺ
Ἄνθρωποι
τύχης εἴδωλον ἐπλάσαντο,
πρόφασιν ἰδίης ἀβουλίης [Δημόκριτος]
Τὶ τύχη κι αὐτὸς
Νὰ βλέπει ἔτσι τὴν πόλη του!
Γιὰ τὴν ἀκρίβεια
Ἕνα μέρος τῆς πόλης
Μιὰ λωρίδα χρυσὴ ἀμμουδιὰ
Καταπράσινα περιβόλια
Νὰ κρέμονται
Ἀπὸ ἕναν θαλασσὴ οὐρανό.
Τὰ κάτω ἄκρα ἄνω
Φυτεμένα σὲ συντρίμμια
Τὰ ἄνω ἄκρα κάτω
Μὲ τὰ δάχτυλα τεντωμένα.
Ἡ πατρίδα ἀνάποδα γυρισμένη
Χώρεσε στὴν παλάμη του.
Μονόλογος
Τὸ πουκάμισο τοῦ φιδιοῦ
Στὴν πληγὴ τῆς σπασμένης φτερούγας μου
Μέσα στὴ μοναξιά μου μὲ κατατρώει.
Αὐτοὶ ἂν ἔρχονται κοντά μου ἔρχονται ἀπὸ περιέργεια
Μοῦ τραβοῦν τὰ φτερά, δοκιμάζουν τὴ δύναμή μου
Τῶν ἄλλων
Φτερούγισμα σπουργιτιῶν ἡ φυγή.
Τὸν Μεγάλον Ἄγγελο ταχύπλοα σκάφη τσάκισαν
Τὴν ὥρα ποὺ τραβοῦσε τὰ δίχτυα μαζὶ μὲ τοὺς ψαράδες.
Ὅσοι σωθῆκαν πνίγηκαν
Πνίγηκαν στὴ στεριὰ
Φορώντας τὸ ἄσπρο πουκάμισο τὸ μαῦρο παντελόνι.
Καὶ κουβαλοῦν καὶ κουβαλοῦν τοὺς δίσκους μὲ καφέδες.
Θὰ ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ
Νὰ ραγίσει αὐτὴ ἡ πλάκα.
Ἀνθέμιος Καλοκαίρης
Χάιδεψε τὴν γκρίζα γενειάδα του
Θαυμάζοντας τὴν ὀμορφιὰ
Τοῦ φεγγαριοῦ ποὺ ἔλαμπε στὸν οὐρανό.
Μὲ συγκίνηση ὑποκλίθηκε στὸν τρελὸ τῆς γειτονιᾶς
Ὑψώνοντάς τον μὲ χαιρετισμὸ καὶ μὲ κρυφὴ χαρὰ
Ποὺ ἤταν ἀδύνατο τὰ μάτια του νὰ κρύψουν.
Τὸ βραδάκι στὴν ταβέρνα τῆς γωνιᾶς, τὸ μαῦρο
Στερκὸ ἐπαίνεσε τοῦ τόπου του κρασὶ
Φέρνοντας στὸ στόμα ἄρωμα καὶ ποτήρι
Μὲ κίνηση ἀργὴ τοῦ κεφαλιοῦ καὶ τοῦ χεριοῦ
Κρίνοντας πὼς στὴ ζωή μας τελικὰ
Δὲν ἔχει σημασία τὸ τί ἀλλὰ τὸ πῶς.
Τέλος, τράβηξε γιὰ τὴ σκήτη του
Νὰ ὀνειρευτεῖ τὸ πρῶτο σπίτι του
Νὰ ὀνειρευτεῖ τὴν πρώτη του τὴ μαγική του πόλη
Προσέχοντας νὰ σταματᾶ, νὰ μὴν πατᾶ
Τὰ βατραχάκια ποὺ διασταύρωναν τὸν δρόμο
Ἔχοντας τὰ κλοπιμαῖα τῆς μέρας του στὸν ὦμο
Καὶ στὸ φεγγάρι ρίχνοντας ματιὰ εὐγνωμοσύνης
Τὶ στὸν μικρὸ σκαντζόχοιρο τὸ μονοπάτι ἀνάβει.
....................................................................................
....................................................................................
....................................................................................
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
...............................................
...............................................
Πρωινὴ Συμφωνία
θαρκοῦμαι ἀνακαλιοῦμαι: νομίζω ὅτι μοιρολογῶ.
Τὰ Πουλιά
Ἀφτοτζηνάρα: ἡ φραγκολίνα, ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἀτταγάς, ἀτταγήν, ἀτταγηνάρα. Τὸ χαρακτηριστικὸ τατὰ τατὰ τατατὰ κελάηδημα τῆς φραγκολίνας ἔχει ταυτιστεῖ στὴ φαντασία τοῦ λαοῦ μὲ τὴν τραγικὴ ἱστορία μιᾶς νεαρῆς κοπέλας τὴν ὁποία βασάνιζε ἡ πεθερά της. Μιὰ μέρα ποὺ μόλις εἶχε ξεφουρνίσει τὰ ψωμιά της, κατέφθασε ἡ πεθερά, τὰ μέτρησε καὶ τὰ βρῆκε λιγότερα ἀπὸ τὸν καθορισμένο ἀριθμό. Ἡ νεαρὴ κοπέλα ἔλεγε ὅτι τὰ ψωμιὰ ἦταν εἴκοσι τέσσερα ἐνῶ ἡ πεθερά της ἐπέμενε ὅτι ἦταν εἴκοσι τρία. Ἡ νύφη ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, μὰ ἡ πεθερὰ ἐξοργισμένη τὴν ἅρπαξε καὶ τὴν ἔριξε μέσα στὸν πυρωμένο φοῦρνο. Ὁ Θεός, ποὺ ἔβλεπε τὴ σκηνή, τὴ λυπήθηκε καὶ τὴ μετα-μόρφωσε σὲ φραγκολίνα. Ἀπὸ τότε ἡ φραγκολίνα ἀκούγεται νὰ κελαηδᾶ στοὺς ἀγροὺς λυπημένη: «᾿κοστέσσεράπεθερά, ᾿κοστέσσεράπεθερά».
Ἀόρατος
Εἶναι δέντρο ἢ θάμνος ἀρωματικός, κωνοφόρος, ἀειθαλὴς μὲ πυκνὴ κωνικὴ κόμη, τεφροκαστανὸ φλοιὸ καὶ τὰ φύλλα του μοιάζουν μὲ αὐτὰ τοῦ κυπαρισσιοῦ. Τὸ ξύλο του θεωρεῖται πολὺ ἀνθεκτικό∙ εἶναι ἕνα δέντρο παλληκάρι. Σὲ ὅλα τὰ παράλια, ἀπὸ τὸ ἀκρωτήριο Κάβο Γκρέκο μέχρι τὴ Σαλαμῖνα, τὶς Ἀκράδες, τὶς ἀρχαῖες πόλεις Καρπασία καὶ Οὐρανία, τὰ δάση τοῦ ἀόρατου εἶναι καλὰ διατηρημένα.
βρίσκω γοργόνες
τζαὶ φιλῶ τες: Ἀπὸ συνέντευξη σὲ κυπριακὴ καθημερινὴ ἐφημερίδα παιδιῶν ποὺ ζοῦν στὴ σκλαβωμένη Καρπασία. Τὸ 1974 οἱ γονεῖς τους, παρὰ τοὺς διωγμούς, εἶχαν παραμείνει καὶ συνέχισαν τὴ ζωή τους ἐκεῖ, στὰ σπίτια τους.
Ἑλένη
Τὸ περιοδικὸ The National Geographic Magazine [Unspoiled
Cyprus Vol. LIV, No. 1,
July 1928] εἶχε ἀφιερώσει στὴν Κύπρο 56 σελίδες, μὲ κείμενο καὶ φωτογραφίες τοῦ Maynard Owen Williams. Ἀρκετὲς φωτογραφίες ἦταν ἀπὸ τὴν Καρπασία, ὡραιότατες ἀλλὰ καὶ συγκλονιστικές, π.χ. γυναῖκες ποὺ κουβαλοῦν πέτρες δεμένες στὴν πλάτη τους. Στὸν δρόμο, λοιπόν, γιὰ τὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα, τὸ ἀνατολικὸ ἄκρο τῆς Κύπρου, ἡ ἀποστολὴ συνάντησε μιὰ πανέμορφη δωδεκάχρονη ποὺ τοὺς ἐντυπωσίασε μὲ τὴν ὀμορφιά της καὶ ὁ Dr. Williams τὴ φωτογράφισε μὲ τὴν παραδοσιακὴ τοπικὴ ἐνδυμασία.
ἩἙλένη ἀνάμεσα στὶς παπαροῦνες τῆς αὐλῆς της, The National GeographicMagazine, July 1928, Vol. LIV, No 1, page 50.
Τὴν ἑπόμενη μέρα τὴ φωτογράφισε ξανὰ μαζὶ μὲ τὴ μητέρα της ἐνῶ σπάζουν πέτρες γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ὑπὸ κατασκευὴν δρόμου πρὸς τὸ μοναστήρι.
Ἡ Ἑλένη μὲ τὴ μητέρα της, The National Geographic Magazine, July 1928, Vol. LIV, No 1, page 16.
Γυναῖκες κουβαλοῦν πέτρες, The National Geographic Magazine, July 1928,Vol. LIV, No 1, page 31.
Εἴκοσι τέσσερα χρόνια ἀργότερα, τὸ ἴδιο περιοδικό, [The National Geographic Magazine, Vol. CI, No 5, May 1952, Cyprus, Idyllic Island in a Troubled Sea, by Jean and Franc Shor] πραγματοποίησε πάλι περιοδεία στὴν Κύπρο, μὲ τὸν Franc Shor -ἀργότερα ψηλὰ στὴν ἱεραρχία τοῦ περιοδικοῦ- καὶ τὴ σύζυγό του Jean Bowie Shor, φίλους τοῦ ζωγράφου τῆς Κύπρου Γ. Πολ. Γεωργίου, ποὺ τὴν προηγούμενη μέρα τοὺς εἶχε ξεναγήσει στὴν παλιὰ πόλη τῆς Ἀμμοχώστου. Ὁ Franc καὶ ἡ Jean ἔκαναν τὴν ἴδια διαδρομὴ πρὸς τὴν Καρπασία, ἀναζήτησαν καὶ συνάντησαν τὴν Ἑλένη, παντρεμένη πιά, μὲ πολλὰ παιδιά, ἀφοῦ εἶχε ἀπορρίψει πρόταση γάμου ἀπὸ τὴν Ἀμερική, μένοντας στὸν τόπο της. Στὸ τεῦχος αὐτὸ δημοσιεύτηκε ξανὰ ἡ παλιὰ ἀλλὰ καὶ νέες φωτογραφίες τῆς Ἑλένης.
Ἡ τουρκικὴ εἰσβολὴ ἐκτόπισε τὴν Ἑλένη ἀπὸ τὸν γενέθλιο καὶ ἀγαπημένο της τόπο κι ἔτσι, ξεριζωμένη καὶ πικραμένη, τράβηξε κι αὐτὴ τὸν δρόμο τῆς ξενιτειᾶς.
Ἁντὰν ἀρκέψαν … νὰ στοιβάζει: ὁ πρῶτος, δεύτερος καὶ τέταρτος στίχος τοῦ ποιήματος τοῦ Βασίλη Μιχαηλίδη Ἡ 9η Ἰουλίου 1821.
Καρπασία
Ἡχερσόνησος Καρπασία (ἡ ἀρχαία Βοὸς Οὐρά) καὶ ἡ ἀρχαία πόλη Καρπασία (κοντὰ στὸν Ἅγιο Φίλωνα) πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὸ φυτὸ κάρπασος ποὺ σήμαινε τὸ βαμβάκι, ἀλλὰ ἦταν καὶ εἶδος λιναριοῦ ἐκλεκτῆς ποιότητας.
Ποαλέτρικα: ἡ ἀλετροπόδα, ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ὠρίωνα, τριάστρι: τὰ τρία φωτεινὰ ἀστέρια ποὺ ἀποτελοῦν τὴ ζώνη τοῦ Ὠρίωνα. Στὶς 20 Ἰουλίου 1974, τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ ξεκινοῦσε ἡ βάρβαρη εἰσβολή, μόλις είχαν ἀνατείλει τὰ τρία ἀστέρια τῆς ζώνης τοῦ Ὠρίωνα, σημάδι γιὰ ξεκίνημα τῆς ζωῆς στὴν Καρπασία.
μὰ ἕνας ρόδακας: τὸ κόσμημα στὸ εξώφυλλο, ρόδακας σὲ μαρμάρινο πάτωμα στὸν Ἅγιο Φίλωνα στὴν Καρπασία. Κοσμοῦσε τὸ χαρτονόμισμα τῆς κυπριακῆς λίρας.
διὰ τὴν δόξαν: Ἀνδρέα Κάλβου, Ὠδὴ Β΄, Εἰς Δόξαν, κε’.
σκορπισμένες
ψηφίδες: Ἀναφορὰ στὰ περίφημα ψηφιδωτὰ τῆς Παναγίας Κανακαριᾶς τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ. ποὺ τοῦρκοι ἀρχαιοκάπηλοι ἔκλεψαν καὶ ἐμπορεύτηκαν. Ὁ Διευθυντὴς Ἀρχαιοτήτων εἶχε καταγγείλει τοὺς βανδάλους, στὶς 12 Ἰουλίου 1980, στὰ ἁρμόδια ὄργανα τῆς UNESCO [Ζυγός, Ἀρ. 42, Ἰούλιος-Αὔγουστος 1980]. Τὰ ψηφιδωτὰ ἐντοπίσθηκαν καὶ μετὰ ἀπὸ δίκη στὴν Ἰνδιανάπολη τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τὸ 1991 ἐπιστράφηκαν στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Τώρα βρίσκονται στὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο τοῦ Ἱδρύματος Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ στὴ Λευκωσία. Ἡ περιπέτεια τῶν ψηφιδωτῶν περιγράφεται στὸ βιβλίο τοῦ Dan Hofstadter, Goldberg’s Angel, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Farrar Straus Giroux, New York, 1994.
Παναγία ἡ Κανακαριά
Μοναστήρι στὴν Καρπασία. Ἔξω ἀπὸ τὸν ναό, ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ προπυλαίου, ὑπάρχει μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, γιὰ τὴν ὁποία ἡ παράδοση λέγει ὅτι ἕνας Ἀγαρηνὸς ἢ Σαρακηνὸς ποὺ περνοῦσε ἀπ᾿ ἐκεῖ ἐξετόξευσε τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ τὸ βέλος ἐπέστρεψε καὶ τὸν τραυμάτισε στὸ γόνατο. Αὐτός, ἔντρομος, πῆγε σὲ μιὰ βρύση ἐκεῖ κοντά, τὰ πλυντήρκα, γιὰ νὰ πλύνει τὴν πληγὴ καὶ ξεψύχησε ἐκεῖ. Σύμφωνα, ὅμως, μὲ μιὰν ἄλλη μαρτυρία, αὐτὴ τοῦ Δαμασκηνοῦ τοῦ ὁσιοδιακόνου καὶ στουδίτου τὸν ιστ’ αἰῶνα, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ αἱμορραγοῦσε.
τὴν ἄλλη μου πληγή: βλέπε τὴ σημείωση σκορπισμένες
ψηφίδες γιὰ τὸ ποίημα Καρπασία.
Μικρὴ περιήγηση
σημεῖο ὕψιλον: τόπος κοντὰ στὴν ἐκκλησούλα τῆς Ἁγιᾶς [Ἁγίας Ἄννας] στὴν Καρπασία, ποὺ μπορεῖ κάποιος νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ μὲ τὸ Google Earth στὶς συντεταγμένες : 35° 26΄ 32.92΄΄Β , 34°
10΄ 32.87΄΄ Ε.
μαυρομάτα: ἡ λουλλουθκιά, ἡ ἀγριοπασχαλιά, ἡ μελία, ψευδομελέα ἡ ἀζεδαράχη. Τὸ κοντάρι τοῦ Ἀχιλλέα ἦταν ἀπὸ ξύλο μελίας.
Παλιὲς σφραγίδες
Σὲ μερικὰ παλιὰ γεφύρια στὴν Κύπρο μποροῦμε νὰ διακρίνουμε ἀκόμα τὰ ἀνάγλυφα ἀρχικὰ [ER] τῆς βασίλισσας καὶ τὸ σύμβολο τῆς ἐξουσίας της, τὴν κορώνα καθὼς καὶ σὲ τοίχους ἐκκλησιῶν καὶ ἀρχοντικῶν τοὺς θυρεοὺς διαφόρων Οἴκων τῶν κατακτητῶν τοῦ νησιοῦ. Ἄλλα πολλὰ σύμβολα βρίσκονται σὲ τείχη, σὲ κρῆνες καὶ ἀλλοῦ, παρόμοια μὲ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν στὰ πολὺ παλιὰ ἀσημένια μαχαιράκια.
Ἐμμονή
τρυπομάζης [Συλβία ἡ μελανοθώραξ], τριβιτούρα,
σκαλιφούρτα [Οἰνάνθη ἡ κυπρία]: πολὺ μικρὰ ἐνδημικὰ πουλιὰ τῆς Κύπρου.
σγαρτίλι [carduelis
carduelis]: ἡ καρδερίνα.
Τὰ Ἄλογα
Ἀναφορὰ στοὺς τάφους τῆς Σαλαμῖνας τῆς Κύπρου ὅπου οἱ μεγαλοπρεπεῖς νεκρώσιμες τελετὲς περιλάμβαναν καὶ θυσία ἀλόγων. Παρατηρήθηκε ἀκόμα καὶ ταφὴ ζωντανῶν ἀλόγων, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ σκελετὸς ἑνὸς ἀλόγου σὲ ἀγωνιώδη στάση, μὲ τὸν λαιμὸ τεντωμένο καὶ γονατιστὰ τὰ δύο μπροστινά του πόδια ἐνῶ προσπαθεῖ νὰ ἀπελευθερωθεῖ. Κοντὰ στὴ Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου, στὴν Ἔγκωμη, βρέθηκε ἕνα ἀγγεῖο ποὺ ὀνομάστηκε ʺκρατῆρας τοῦ Διόςʺ, ἐπάνω στὸ ὁποῖο εἰκονίζεται μιὰ ἐπίσημη ἀνδρικὴ μορφὴ ποὺ φορεῖ ἱερατικὸ χιτῶνα καὶ κρατεῖ ζυγό. Ἡ μορφὴ στέκεται μπροστὰ σὲ ἅρμα καὶ πιστεύεται ὅτι εἶναι ὁ Ζεὺς ποὺ κρατᾶ τὴ ʺζυγαριὰ τῆς Μοίραςʺ, ἐδῶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πεπρωμένου ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀποφύγει.
Σκελετοὶ ἀλόγων, που βρέθηκαν στη Σαλαμίνα,
Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο, Λευκωσία.
Ὁ Δρ Κυριάκος Χατζηιωάννου, γυμνασιάρχης στὸ Ἑλληνικὸ Γυμνάσιο Ἀμμοχώστου, ὁλοκλήρωσε μιὰ διάλεξή του, στὶς 3 Νοεμβρίου 1982, μὲ τὰ λόγια αὐτά: «Τώρα βλέπουμε τὴν πόλη μας στὰ ὄνειρά μας καὶ μὲ πόνο ἀναρωτιόμαστε: Ἦταν ἄραγε ἕνα φωτεινὸ μετέωρο ποὺ ἔσβησε γιὰ πάντα ἀπὸ τὸ οὐράνιο στερέωμα τῆς Κύπρου, ἢ θὰ ξαναλάμψη καὶ πάλι, ὅπως πρίν;»
Ἐπίκεντρο τῶν ἐκδηλώσεων τῆς γιορτῆς τοῦ πορτοκαλιοῦ καὶ τῶν ἀνθεστηρίων -τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ἀμμοχώστου- ἦταν τὸ Ἑλληνικὸ Γυμνάσιο μὲ τὸ στάδιο καὶ τὰ ἀρχαιοπρεπῆ προπύλαιά του, τὸ Λύκειο Ἑλληνίδων -ἕνα ἄλλο στολίδι τῆς μικρῆς μαγικῆς πόλης- καὶ ἀνάμεσά τους ὁ μικρὸς Δημοτικὸς Κῆπος, μὲ τὸν παπαγάλο του, τὴν τεχνητὴ λιμνούλα καὶ τὸ μεταλλικὸ δελφίνι, ποὺ μιὰ φορὰ τὸν χρόνο ἀποκτοῦσε σῶμα ἀπὸ πορτοκάλια.
Ἄνθος Ἁλός
ἄνθος ἁλός, ὁ ἀφρὸς τοῦ κύματος.
Καμήλα, βράχος μέσα στὴ θάλασσα, ὀκτακόσια περίπου μέτρα ἀπὸ τὴν ἀκτή, ποὺ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βομβαρδίστηκε ἀπὸ τοὺς Γερμανούς, γιατὶ τὸν ἐξέλαβαν γιὰ ὑποβρύχιο. Οἱ νέοι συναγωνίζονταν στὴν κολύμβηση, μὲ σημεῖο ἀναφορᾶς τὸν βράχο αὐτό, στοὺς κολυμβητικοὺς ἀγῶνες τοῦ Ναυτικοῦ Ὁμίλου Ἀμμοχώστου, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες μέρες καὶ ὧρες, κυρίως ὅμως κατὰ τὸ καλοκαίρι, ποὺ ἡ πόλη ἔσφυζε ἀπὸ ζωή.
ʺΣαλαμίνιαʺ
Παραλιακὸ ξενοδοχεῖο τῆς Ἀμμοχώστου. Στὶς 22 Ἰουλίου τοῦ 1974 βομβαρδίστηκε ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἀεροπορία καὶ ἡ φωτογραφία ἑνὸς νέου, ποὺ σκοτώθηκε μὲ τραγικὸ τρόπο καὶ φαινόταν νὰ κρέμεται μέσα στὰ συντρίμμια τοῦ κτηρίου, προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση καὶ ἔκανε τὸν γῦρο τοῦ κόσμου γιὰ πάρα πολλὲς μέρες.
Ἀνθέμιος Καλοκαίρης
Ἕνα εὐτελὲς ἄνθος στὴ μνήμη τοῦ φίλου καὶ Διδασκάλου μου Θεοδόση Νικολάου, μὲ τὰ ἴδια τὰ λόγια τὰ δικά του ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸν Φώτη Κόντογλου, Εἰκόνες, Κύπρος
1988, σημείωση στὴ σελ. 45, γιὰ τὸ ποίημά του Κρυφὴ Ἐνασχόληση.
Ἀνθέμιος
Καλοκαίρης: Ἀπὸ τὸ ποίημά του Ἀμήχανον Κάλλος, Εἰκόνες, 1988, σελ.
39.
δὲν ἔχει σημασία τὸ τί ἀλλὰ τὸ πῶς: Ἀπὸ στίχο τοῦ ποιήματός του Ἔκθεση ζωγραφικῆς, Εἰκόνες, 1988, σελ.
25.
κλοπιμαῖα: Ἀναφορὰ στὸ ποίημά του Ἡ ἐργασία τοῦ ποιητῆ, Πεπραγμένα,
1980, σελ. 24.
στὸν μικρὸ σκαντζόχοιρο: Ἀπὸ στίχο τοῦ ποιήματός του Ἔρωτας, Πεπραγμένα,
1980, σελ. 19.
a
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου