Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ


ΤΡΕΙΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ «ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ 1974»

Η λεγόμενη «Γενιά της Εισβολής» ή «Γενιά του 1974» βρίσκεται, ίσως, στην πιο ώριμη φάση της. Πρόκειται για κύπριους συγγραφείς που γεννήθηκαν γύρω στα 1950 και έζησαν στα νιάτα τους την τραγωδία του ’74, τη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Μερικοί από αυτούς, όπως ο Λούης Περεντός (γενν. 1948) και ο Χρίστος Χατζήπαπας (γενν. 1947), είχαν ήδη αρχίσει να δημοσιεύουν τα πρώτα νεανικά κείμενά τους λίγα χρόνια πριν από την κρίσιμη χρονιά της Εισβολής, αλλά και αυτοί ανδρώνονται λογοτεχνικά ύστερα από το μείζον ιστορικό γεγονός που σημάδεψε τη μοίρα της Κύπρου. Μερικοί άλλοι, όπως ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ (γενν. 1948), εμφανίστηκαν με λίγη καθυστέρηση, κατά τη δεκαετία του 1980 ή και αργότερα. Τουλάχιστον ηλικιακά, όμως, όλοι αυτοί ανήκουν στην ίδια «γενιά» συγγραφέων, που βίωσαν έντονα την κυπριακή τραγωδία. Πολλοί από αυτούς εγκλωβίστηκαν στη θεματική του ’74, κυρίως στα πρώτα βιβλία τους, ενώ αρκετοί εξάντλησαν τις δυνάμεις και τα όριά τους στη θεματική αυτή και σιώπησαν. Οι πιο αξιόλογοι συγγραφείς αυτής της «γενιάς» ανανέωσαν τη θεματική ή και τη γραφή τους και αξιοποίησαν δημιουργικά το στοιχείο της εντοπιότητας, το οποίο σε άλλους λειτούργησε ως ασφυκτικός κλοιός. Δυο από τους συγγραφείς, ο Χρ. Χατζήπαπας και ο Ν. Νικολάου, είναι περισσότερο γνωστοί ως πεζογράφοι. Με το τελευταίο βιβλίο τους, όμως, επιστρέφουν εκεί από όπου ξεκίνησαν, στον χώρο της ποίησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι τρεις συλλογές που παρουσιάζουμε εδώ είναι αρκετά προσεγμένες και καλαίσθητες, διακοσμημένες με σχέδια, πίνακες ή φωτογραφίες των συγγραφέων ή συγγενικών τους προσώπων.


Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Διθαλάσσου,
 Λευκωσία, Κάρβας, 2012, σελ. 47. 

Με την πρώτη ματιά, η ποιητική συλλογή του Νίκου Νικολάου μάς ξαφνιάζει ευχάριστα για την εκδοτική της αρτιότητα και καλαισθησία. Ζωγράφος ο ίδιος, αλλά και έχοντας θητεύσει, μαζί με τον Φοίβο Σταυρίδη, στην ομάδα του Κύκλου της Λάρνακας (1980-1986), δέχτηκε την ευεργετική ακτινοβολία ενός ξεχωριστού πνευματικού ανθρώπου, του Θεοδόση Νικολάου, και φρόντισε με μεγάλο μεράκι την έκδοση αυτή ώς την τελευταία λεπτομέρεια. Πρόκειται για ιδιωτική έκδοση (ο ποιητής, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν εμπιστεύτηκε τη δουλειά του αυτή σε αθηναϊκό εκδοτικό οίκο)· οι εκδόσεις «Κάρβας» είναι δημιούργημα του συγγραφέα, που αξιοποιεί πληροφορία του Στέφανου Βυζάντιου και παραιτέρω του Δημήτριου Σαλαμίνιου, σύμφωνα με την οποία η Καρπασία ή Καρβασία οφείλει την ονομασία της στον άνεμο κάρβα που φυσά από τη μεριά της χερσονήσου. Έτσι το λογότυπο των εκδόσεων «Κάρβας» δένει ταιριαστά με το σχέδιο «Ο άνεμος που φυσά» του Φ. Κόντογλου, που είχε αξιοποιηθεί παλιότερα και στο εξώφυλλο της πρώτης ποιητικής συλλογής του Θεοδόση Νικολάου (Πεπραγμένα, 1980). Η έκδοση συνοδεύεται και με κοσμήματα και σχέδια του συγγραφέα, που συνδέονται με τη θεματική ορισμένων ποιημάτων. 

Ο Νίκος Νικολάου δημοσίευσε αρχικά σε χειρόγραφη έκδοση εκτός εμπορίου ένα ποίημα για τη γενέθλια γη (Καρπασία, 1984), καλλιγραφημένο με βυζαντινίζουσα γραφή (που παραπέμπει στο γράψιμο του Θ. Νικολάου ή και του Φ. Κόντογλου) και διανθισμένο με σχέδια και κοσμήματα του ιδίου. Έγινε όμως ευρύτερα γνωστός με το δεύτερο βιβλίο του, την αξιόλογη συλλογή διηγημάτων Η κόρη του δραγουμάνου (εκδ. Μεταίχμιο, 2003), όπου προστίθεται πια στο πολύ κοινό ονοματεπώνυμό του η οικογενειακή προσωνυμία Χατζημιχαήλ. Ορισμένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής αυτής είναι επίσης εμπνευσμένα από τη γενέθλια Καρπασία. 

Και στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του ο Ν. Νικολάου αξιοποιεί αρκετά αποτελεσματικά το στοιχείο της εντοπιότητας. Η αγάπη για τον γενέθλιο χώρο, σε συνάρτηση με την οδυνηρή απώλειά του, είναι η κινητήρια δύναμη της έμπνευσης. Ο ποιητής επιχειρεί να μνημειώσει λογοτεχνικά την Καρπασία και ειδικά τη γενέτειρά του, το Βασίλι, για να υπερβεί και να ξεπεράσει τη σύγχρονη κατάσταση της απώλειας και της φθοράς. Με συγκίνηση και αγάπη καταθέτει «σκορπισμένες ψηφίδες / της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας», για να ακυρώσει με τη δύναμη της τέχνης την απουσία της και να εξουδετερώσει την αιχμαλωσία της από τον Αττίλα του ’74. 

Η ανθρωπογεωγραφία της Καρπασίας, η χλωρίδα και η πανίδα της, το πατρικό σπίτι και μνημεία της ευρύτερης περιοχής της επαρχίας Αμμοχώστου (όπως η υπέρκαλλη εκκλησία της Παναγίας της Κανακαριάς και τα λαμπρά κατάλοιπα της αρχαίας Σαλαμίνας) σμίγουν με προσωπικά βιώματα και αισθήματα, με ιστορικές και λογοτεχνικές μνήμες, παραδόσεις και εικόνες. Διαβάζοντας ορισμένα ποιήματα της συλλογής, έρχονται στον νου μας οι στίχοι του Σεφέρη: «Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα» («Ελένη»), «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» («Μνήμη, Α΄»), «δε χρειάζεται μακρύ καιρό / για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι» ή «Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε πώς έγινε τούτο το φονικό» («Σαλαμίνα της Κύπρος»), «Ο κόσμος ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας» («Έγκωμη»), κτλ. Αν ο Σεφέρης είναι ο ένας από τους βασικούς δασκάλους-οδηγούς του Ν. Νικολάου, οι άλλοι συμπαραστάτες και συνοδοιπόροι στην καρπασίτικη περιδιάβασή του είναι ο Θ. Νικολάου και ο Κυρ. Χαραλαμπίδης (ιδίως της συλλογής Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, 1982). 

Ο έρως της Καρπασίας εκδηλώνεται ποικιλότροπα· από την εικαστική αναπαράσταση του σγαρτιλιού που κάθεται αγέρωχα στον ρόδακα-ανάγλυφο σε πέτρα στον Άγιο Φίλωνα και κοσμεί το εξώφυλλο της συλλογής, της φραγκολίνας που συνοδεύει τα Περιεχόμενα, στα σχέδια ή τις φωτογραφίες που συνοδεύουν τις χρήσιμες και διαφωτιστικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, ή στο ζευγάρωμα της πέρδικας και της φραγκολίνας πάνω στον ίδιο ρόδακα στον κολοφώνα της έκδοσης. Και φυσικά διατρέχει όλα τα ποιήματα της Διθαλάσσου. 

Οι εικαστικές δεξιότητες απλώνονται και σε ποιήματα στα οποία ζωντανεύουν εικόνες και ήχοι, χρώματα και αρώματα της γενέθλιας γης: Η ελιά και η χαρουπιά, η μαυρομμάτα, ο αόρατος και τα σκίνα, οι παπαρούνες, τα κυκλάμινα, τα κρινάκια του γιαλού και η αύρα της θάλασσας σμίγουν με τα τραγούδια των πουλιών, της πέρδικας και της φραγκολίνας, του σγαρτιλιού και του σπίνου, του τρυπομάζη, της τριβιτούρας και της σκαλιφούρτας. Μάλιστα ο ποιητής, γοητευμένος από τα ονόματα του κάρβα και της Καρπασίας, καταφεύγει σε λεξιπλασίες για να πλάσει δικά του φανταστικά πουλιά και φυτά, τις καρβατσίνες, τις καρβαρίνες και τα καρβαρίσσια, τα οποία λειτουργούν ως λογοτεχνικά υποκατάστατα των πραγματικών που έχουν παρασυρθεί από τη λαίλαπα του Αττίλα, μετριάζουν την απουσία και μαλακώνουν τη θλίψη. 

Ο ύμνος στην Καρπασία σμίγει αναπόφευκτα με την ελεγεία, το ανακάλεμα. Έτσι, όταν ο ποιητής δοκιμάζει να τραγουδήσει μαζί με τα πουλιά τις «κρυμμένες ομορφιές» της πατρίδας, διαπιστώνει ότι η δική του φωνή πνίγεται από τη θλίψη και το άδικο και ηχεί σαν θρήνος: «Μα η φωνή μου ακούγεται πικρή, λυπητερή / Γιατί η μεγάλη συμφορά και τ’ άδικο με πνίγει / Κι αντί να τραγουδώ γλυκά σαν τα πουλιά / Θαρκούμαι ανακαλιούμαι» («Πρωινή Συμφωνία»). Οι δυο κυπριακοί ιδιωματισμοί που εισβάλλουν στον τελευταίο στίχο ξαφνιάζουν αλλά και γοητεύουν, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν και ορισμένοι ιδιωματικοί στίχοι από τη δημώδη παράδοση ή άλλες ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις σε άλλα ποιήματα της συλλογής. Όσο φειδωλή και αν είναι η χρήση ιδιωματισμών, κρίνεται αρκετά αποτελεσματική, καθώς συμβάλλει στην απόδοση της εντοπιότητας. Ταιριάζει να μεταφέρουμε εδώ την άποψη του ποιητή: «Χρησιμοποιώ, λοιπόν, στα ποιήματά μου αρκετές φορές το κυπριακό ιδίωμα για να δροσίσω και να ενδυναμώσω τον στίχο μου με αυτά που έχω πιο βαθιά μέσα μου και που ουσιαστικά είναι οι πανάρχαιες ρίζες των λέξεων» (εφ. Πολίτης, 8.4.2012). 

Κεντρική θέση στο βιβλίο κατέχει το τετράχορδο ποίημα «Ελένη». Όπως διευκρινίζεται στις σημειώσεις, το ποίημα αυτό βασίζεται σε ένα πραγματικό πρόσωπο, την Ελένη από το Ριζοκάρπασο, που έγινε γνωστή από τις φωτογραφίες του M. O. Williams, διευθυντή του γνωστού περιοδικού The National Geographic Magazine. Οι φωτογραφίες αυτές δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό αυτό σε δυο διαφορετικές χρονικές στιγμές, το 1928, όταν η όμορφη παιδούλα έλκυσε την προσοχή του ξένου περιηγητή, και το 1952, όταν η Ελένη είναι πια ώριμη γυναίκα. Ο ποιητής παρακολουθεί την εξέλιξη της ζωής της ηρωίδας του σε τέσσερις διαφορετικές στιγμές, μέσα από τα γνωστά φωτογραφικά στιγμιότυπα, σε συνάρτηση και με τις ιστορικές περιπέτειες της Κύπρου. Η ηρωίδα παρουσιάζεται να φορά στο κεφάλι της μαντίλια διαφορετικού χρώματος (πρώτα πράσινο και άσπρο, ακολούθως κόκκινο και τέλος μαύρο): α) αρχικά αποτυπώνονται η ομορφιά και η αθωότητα του δωδεκάχρονου κοριτσιού σε μια ανοιξιάτικη φύση· β) την ίδια εποχή παρουσιάζεται να σπάζει πέτρες με τη μητέρα της και με άλλες γυναίκες της Καρπασίας, για την κατασκευή του δρόμου προς το μοναστήρι του Απόστολου Ανδρέα· γ) είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα, την βλέπουμε να ξεφουρνίζει ψωμιά και κουλούρια, ενώ «Πολύ μακριά ακούγονται τα βήματα βαριά / ’Νού καβαλλάρη βάρβαρου και μοχθηρού και μαύρου»· και δ) με στίχους από την ποιητική σύνθεση του Βασίλη Μιχαηλίδη «Η 9η Ιουλίου 1821...», υποβάλλεται η εικόνα της καταστροφής του 1974. Εδώ ο ποιητής, χωρίς να βασίζεται πια σε καμιά φωτογραφία της ηρωίδας του, την φαντάζεται γερασμένη και μαυροντυμένη, «Αμίλητη και σοβαρή να περιμένει». Έχοντας ζήσει τις χαρές και της λύπες της ζωής, αλλά και τις ιστορικές περιπέτειες της πατρίδας της, η «Ουρανία Ελένη» (ας θυμηθούμε ότι η γενέτειρά της αποτελεί εξέλιξη της αρχαίας πόλης Ουρανία στην Καρπασία) συμπληρώνει τον κύκλο της ζωής της και είναι έτοιμη να ταξιδέψει σε έναν άλλο κόσμο. 

Τέσσερα από τα τελευταία ποιήματα της συλλογής («Τα άλογα», «Αναγέννηση», «Άνθος αλός», «Σαλαμίνια») επικεντρώνονται στον χώρο της Αμμοχώστου ή της αρχαίας Σαλαμίνας. Εδώ το παρελθόν δένει με το παρόν, ειδυλλιακές και ευτυχισμένες στιγμές εναλλάσσονται με εικόνες της καταστροφής. Ως επιστέγασμα του βιβλίου έρχεται το ποίημα «Ανθέμιος Καλοκαίρης», «Ένα ευτελές άνθος στη μνήμη του φίλου και Διδασκάλου μου Θεοδόση Νικολάου», μας πληροφορεί ο Ν. Νικολάου, χρησιμοποιώντας σκόπιμα την ίδια αφιέρωση του Θ. Νικολάου στον Φ. Κόντογλου. Στο ποίημα αυτό ο Ν. Νικολάου συνδιαλέγεται με ποιήματα του Θ. Νικολάου («Αμήχανον κάλλος», «Έκθεση ζωγραφικής», «Η εργασία του ποιητή», «Έρωτας»), για να σκιαγραφήσει μια ποιητική όσο και ανθρώπινη προσωπογραφία του «δασκάλου» του και να τονίσει και να μνημειώσει στοιχεία της φυσιογνωμίας ή της ποιητικής του: λ.χ. «Χάιδεψε τη γκρίζα γενειάδα του / Θαυμάζοντας την ομορφιά / Του φεγγαριού που έλαμπε στον ουρανό», «Φέρνοντας στο στόμα άρωμα και ποτήρι / Με κίνηση αργή του κεφαλιού και του χεριού / Κρίνοντας πως στη ζωή μας τελικά / Δεν έχει σημασία το τί αλλά το πώς. / Τέλος, τράβηξε για τη σκήτη του / Να ονειρευτεί το πρώτο σπίτι του / Να ονειρευτεί την πρώτη του τη μαγική του πόλη / Προσέχοντας να σταματά, να μην πατά / Τα βατραχάκια που διασταύρωναν τον δρόμο / Έχοντας τα κλοπιμαία της μέρας του στον ώμο». Ταιριάζει να θυμηθούμε εδώ ότι και άλλοι ποιητές έγραψαν αξιόλογα ποιήματα για την Καρπασία: κυρίως η Νάσα Παταπίου αλλά και οι Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Νίκη Μαραγκού, Λεύκιος Ζαφειρίου, Χρίστος Χατζήπαπας, Χρήστος Αργυρού, ο Τουρκοκύπριος Ζιενάν Σελτσούκ κ.ά. Αξίζει να αναφερθεί και η εύστοχη καβαφική παρωδία του Γεώργιου Kâhyaoğlou-Επιστατίδη (δημοσιεύτηκε στο περ. Άνευ, τχ. 20, 2006). Ο Ν. Νικολάου-Χατζημιχαήλ πάνω απ’ όλα τραγουδά τη γενέθλια Καρπασία με τα δώρα της ψυχής του. Ακολουθώντας τους ποιητικούς δρόμους του Σεφέρη, του Κυρ. Χαραλαμπίδη και του Θ. Νικολάου, κατορθώνει να αποκαθηλώσει την «πεφιλημένη πατρίδα» από το σταυρικό της μαρτύριο και να τη μνημειώσει στην περιοχή της τέχνης, αναπληρώνοντας με τον τρόπο του το κενό της απώλειας. Σε τέτοιες «υποθέσεις ψυχικές», δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για να εκφράσει κανείς αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις. 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου